[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Σάββατο 7 Μαΐου 2011

Επιστολική δοκιμιογραφία

   Φίλε Κηρυκίδη,

   Θερμές ευχαριστίες για την παρέμβασή σου στο ποιητικό μου έργο. Δεν γνωριζόμαστε μεταξύ μας παρά ελάχιστα, μου έκανε όμως εντύπωση η ευπάθεια κι η εντιμότητά σου στην ανάγνωση της ποίησης, η σεμνότητα που σε υποχρεώνει να είσαι γενικά φειδωλός στις εκτιμήσεις σου, και -σε πολλά σημεία- η κριτική ευθυβολία σου. Μ’ εντυπωσίασε εξ ίσου και η άρτια ενημέρωσή σου περί τα ημέτερα εργοβιογραφικά. Σε εποχή μάλιστα που όλοι βιάζονται να καίνε όπως-όπως τους φακέλους… Θα φτάσουμε, ενώ θα τα ξέρουμε όλα για τον Μπάρροους και τον Γκίνσμπεργκ, να μη σκαμπάζουμε ποια είναι η διαφορά του Λειβαδίτη απ’ τον Αναγνωστάκη, και ποια περιουσία κεκοιμημένων ποιητών υπεξαίρεσε ο λεγόμενος Αφεντόπουλος.
   Θα ήθελα όμως να σου έλεγα, στα σοβαρά, και κάτι άλλο: με αναστατώνει σήμερα, που δεν έχω πια την παλιά μου ευλυγισία, να με συνδέουν τόσο αποκλειστικά με την εμπειρία μιας ορισμένης ιστορικής περιπέτειας του τόπου μας, με τη μέθη της και με την οικτρή έκβασή της, μ’ αυτό δηλαδή που συνηθίσαμε να εννοούμε αναφερόμενοι εξαπλουστευτικά σε «χαμένο κοινωνικό όραμα». Και θα ευχόμουν ν’ ανακαλύπτονταν κι άλλες εκδοχές (ή, τουλάχιστον, κι άλλα επίπεδα ερμηνειών) γι’ αυτόν τον, ας πούμε, «πεισιθανατισμό» που διατρέχει αναμφισβήτητα τα ποιήματά μου. Να μπορούσε να τα κοιτάξει κανείς κι από άλλες οπτικές γωνίες -χωρίς να αποκλείει οπωσδήποτε την προηγούμενη- είτε να μπορούσαν τα ίδια τα ποιήματα να επέβαλλαν μια πιο πρισματική ματιά στην πρόσβασή τους. Χωρίς να ζητάνε ασφαλώς χάρη… Ενδέχεται λ.χ. (κι εδώ εικασίες απλώς κάνω) να εκφράζουν στο μέτρο της δύναμής τους μιαν ιδιοσυγκρασιακή μάλλον ψυχική κατάσταση η οποία συντονίστηκε με τους ιστορικούς συγκεκριμένους όρους, παρά αποτελεί απότοκό τους. Αυτό συνέβη για παράδειγμα στον Δημήτριο Παπαρρηγόπουλο, τον Βάρναλη (ναι, τον Βάρναλη!), τον Σεφέρη, ποιητές δύσθυμους εκ γενετής αν και καχύποπτους πολιτικά ο ένας απέναντι στον άλλο, ποιητές που νομίζω ότι καταλαβαίνω όπως ένας ηδονοβλεψίας τον εφαψία.
   Ενδέχεται, δεύτερον, να με παράτησε σε κρίσιμη ηλικία ένα κορίτσι –κι εκεί να σταμάτησαν όλα, ή από κει να άρχισαν όλα (πράγμα που είναι το ίδιο). Τι άλλο ενδέχεται; Ενδέχεται όλα αυτά να μην είναι κατά βάθος παρά μια φιλολογική διάθεση, ένας παρακμιακός μπαροκισμός, μια μικροαστική διανοουμενίστικη υπόκριση ιστορικής απαισιοδοξίας. Το Κόμμα, τότε που διέθετε κύρος, την κατήγγειλε. Τη χλεύασε σκληρά, αλλά δεόντως. Άλλο ήττα, άλλο ανάπαυλα του κινήματος. Τα ποιήματα ορισμένων έπεσαν ανάμεσα στη μικρή ψυχή και την ανάπαυλα. Απόηχοι της μεγάλης βροντής… Δεν συμφωνώ. Δεν είμαι απόηχος. Δεν υπάρχουν απόηχοι παρά μόνο στη φαντασία των επισήμων ήχων.
   Ισχύει αυτό που έγραψα παραπάνω για τις ηχητικές συχνότητες. Κι όμως, στην πραγματικότητα πιστεύω ότι εσύ είσαι αυτός που έχει δίκιο. Η πηγή των ποιημάτων μου (τόσο μονότονα τραγικοφανών όπως τα βλέπω σήμερα, κι από ένα σημείο και πέρα απατηλά ειρωνιστικών, όπως όταν δοκιμάζει κανείς να διασκεδάσει με καλαμπούρια που αποδεικνύονται μάλλον κρύα τη μουδιασμένη ατμόσφαιρα στο πάρτι…), η πηγή των ποιημάτων μου επαναλαμβάνω, καθώς και των ποιημάτων των ομοίων μου στη διαστροφή, είναι αυτή η ακατανόητη ομαλότητα της ζωής, όταν το νόημα του να ζεις γενικώς έχει βάλει την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια του και τείνει να καταρρεύσει. Πεθαίνουμε από υπερβολική δόση ζωής, άλλος στον σταθμό Λαρίσης και στην Ομόνοια, άλλος στις Βρυξέλλες. […]

Οι πρώτες παράγραφοι από χαρακτηριστικό αυτοσχόλιο του Μάριου Μαρκίδη, γραμμένο στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 1994. Δημοσιεύθηκε στην προτελευταία ποιητική του συλλογή, Βαποράκια (Νεφέλη, 1999) και συμπεριλήφθηκε αντί επιλόγου στο μεταθανάτιο «Αφιέρωμα στον Μάριο Μαρκίδη» του λογοτεχνικού περιοδικού Σημειώσεις (τεύχος 58) τον Ιανουάριο του 2004.