[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2011

Το ξύπνημα

Giorgio de Chirico, Το ξύπνημα της Αριάδνης, 1913.

Για να γίνει αληθινά αθάνατο ένα έργο τέχνης, πρέπει να ξεφύγει απ’ όλα τα ανθρώπινα όρια – η λογική και ο κοινός νους, απλώς θα παρεμποδίσουν. Με τον τρόπο αυτό θα πλησιάσει το όνειρο και την παιδική διανοητικότητα».
Giorgio de Chirico

   Η Αριάδνη είναι αγαπημένο μοτίβο της «Μεταφυσικής περιόδου» του Τζιόρτζιο ντε Κίρικο. Ο καλλιτέχνης, σαφώς επηρεασμένος από τον Νίτσε, αξιοποιεί τον αρχαίο μύθο για να αισθητοποιήσει με αλληγορικό τρόπο τις θεωρητικές του αναζητήσεις.
   Όλοι οι ομόθεμοι πίνακες του ντε Κίρικο απεικονίζουν την Αριάδνη σαν γλυπτή «κοιμωμένη», να ονειρεύεται το μυστικό της ξύπνημα από το Διόνυσο, ο οποίος θα την κρατήσει για πάντα στο δικό του λαβύρινθο, τη «μεταφυσική» πλευρά της ζωής. Το γλυπτό σώμα υποδηλώνει το πάγωμα του χρόνου, τη διαχρονικότητα του μύθου και της Τέχνης, την επίδραση της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς. (Αγάλματα, άλλωστε, συναντάμε συχνά στις «μεταφυσικές» πλατείες του ντε Κίρικο).
   Στον εδώ αναρτημένο πίνακα, Το ξύπνημα της Αριάδνης (1913), τα δύο πυργοειδή οικοδομήματα, που θυμίζουν οπωσδήποτε υψικάμινους, υπαινίσσονται τη δημιουργική δύναμη του Θησέα που φεύγει (η πλίνθινη υψικάμινος) και του Διονύσου που έρχεται (η άσπρη υψικάμινος). Η μνημειακότητα του λευκού μαρμάρου ενώνει συνειρμικά το Διόνυσο με την Αριάδνη.
   Ανάμεσα στα επαναλαμβανόμενα εικαστικά θέματα του ντε Κίρικο περιλαμβάνονται και αυτά τα  ιδιόμορφα οικοδομήματα, σχήματος ορθογώνιου παραλληλεπίπεδου, κόλουρου κώνου, κυλίνδρου, οβελίσκου. Άλλοτε πλινθόκτιστα, άλλοτε επιχρισμένα, ίσως και μαρμάρινα σαν κίονες/ναοί, όλα σχεδόν στεφανωμένα με σημαιούλες. Σύμβολα κατ’ αρχήν φαλλικά, αλλά και σήματα διακριτά του βιομηχανικού πολιτισμού.
   Όπως και σε άλλα έργα του ίδιου δημιουργού, στο βάθος ξεπροβάλλει, μισοκρυμμένη, μια ατμομηχανή (ανάμνηση του πατέρα του, μηχανικού σιδηροδρόμων στο Βόλο), καθώς και τα πανιά ενός ιστιοφόρου. Η βιομηχανική επανάσταση σε αγαστή συνύπαρξη με την αρχαία πολιτισμική κληρονομιά. Σε τούτη την εικαστική διαπραγμάτευση του μύθου της Αριάδνης, θα ήταν εύλογο να υποθέσουμε ότι το τρένο συμβολίζει τον πατέρα Μίνωα, ενώ το πλοίο, την άφιξη και αναχώρηση του Θησέα.
   Μέσα στους περιβόλους του ντε Κίρικο κυριαρχεί το όνειρο και το μυστήριο, η ακινησία, η μοναξιά και η σιωπή. Πίσω από αυτούς, προβάλλουν τα σημεία της ζωής. Ο ντε Κίρικο δεν είναι αισιόδοξος, μα ούτε και απαισιόδοξος. Είναι ο «μέγας μεταφυσικός», ζωγράφος του αινίγματος, προάγγελος του Σουρρεαλισμού.
   Στο Ξύπνημα της Αριάδνης, ο χαμηλός περίβολος ορίζει τον - κατά Νίτσε - διονυσιακό λαβύρινθο, μέσα στον οποίο κοιμάται η προδομένη από τον Θησέα κόρη του Μίνωα. Τη διαχωρίζει και την προστατεύει από τον κόσμο, μέχρι το βέβαιο ξύπνημά της. Λέει ο Διόνυσος, στο τέλος του ποιητικού «Θρήνου της Αριάδνης» του Νίτσε: «Εγώ είμαι ο λαβύρινθός σου»… Και για τους δύο δημιουργούς, η Αριάδνη συμβολίζει τη μετάβαση από την αναζήτηση της γνώσης στη διονυσιακή έκσταση. Αυτό ακριβώς, το μεταβατικό στάδιο, ενδιαφέρει καλλιτεχνικά και διανοητικά τον ντε Κίρικο. (Τη μετέπειτα χαρούμενη συμβίωση του Διονύσου με την Αριάδνη είχαν προλάβει να την απεικονίσουν οι παλαιότεροι ζωγράφοι, με τους παραστατικούς τους τρόπους).

   Η Αριάδνη περνάει από την προϊστορικότητα του Μίνωα/Μινώταυρου/Θησέα στην ιστορικότητα του Διονύσου/Ταύρου (παρουσιαζόταν κάποτε και με αυτή τη μορφή ο αρχαίος θεός). Η Νάξος αποτέλεσε το ιδανικό σκηνικό για τη μετάβαση αυτή. Έτσι, ο μίτος της Αριάδνης οδήγησε από τη μινωική θρησκεία κατευθείαν στη διονυσιακή λατρεία που διαδόθηκε από την Ανατολή και το Βορρά. Θα ήταν άραγε τολμηρό να συμπεράνουμε ότι ο μύθος αυτός, πέρα από τις ποικίλες, πιθανές και απίθανες, παραλλαγές και ερμηνείες του, πρωτίστως «αιτιολογεί» τη βίαιη συνάντηση διαφορετικών πολιτισμικών στοιχείων, η οποία θα συνέβαλλε καθοριστικά στη γέννηση της αττικής δραματικής ποίησης;