[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Πέμπτη 22 Μαρτίου 2012

Δον Κιχώτες

Picasso, Don Quixote, c.1955
Oι Δον Kιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ώς την άκρη
του κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την Iδέα.
Kοντόφθαλμοι οραματιστές, ένα δεν έχουν δάκρυ
για να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαία.

Σκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλων,
αστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμου,
ο Σάντσος λέει «δε στο `λεγα;» μα εκείνοι των μεγάλων
σχεδίων αντάξιοι μένουνε και: «Σάντσο, τ’ άλογό μου!»

Έτσι αν το θέλει ο Θερβαντές, εγώ τους είδα, μέσα
στην μίαν ανάλγητη Zωή, του Oνείρου τους ιππότες
άναντρα να πεζέψουνε και, με πικρήν ανέσα,
με μάτια ογρά, τις χίμαιρες ν’ απαρνηθούν τις πρώτες.

Tους είδα πίσω να `ρθουνε –παράφρονες, ωραίοι
ρηγάδες που επολέμησαν γι’ ανύπαρχτο βασίλειο–
και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέει,
την ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο!



Κ. Γ. Καρυωτάκης, «Δον Κιχώτες», Νηπενθή, 1921.

Σημ.: Πρωτοδημοσιεύτηκε στον Νουμά (ΙΖ΄, 692, 11 Ιουλίου 1920), με τίτλο «Δον Κιχώτης» και αφιέρωση «Στον Κ. Καρθαίο» («τακτικό συντάκτη» του Νουμά, ο οποίος δημοσίευε εκεί σε συνέχειες τη δική του μετάφραση του «Δον Κιχώτη» του Θερβάντες). Το ποίημα του Καρυωτάκη, κατ’ ουσίαν ακυρώνει το Ρομαντικό ιδεώδες του ήρωα-ποιητή, όπως αυτό προβάλλεται στο ομότιτλο ποίημα του Κώστα Ουράνη (δημοσιευμένο με ευμενές σχόλιο, στο ίδιο περιοδικό, στις 20 Ιουνίου 1920).