[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Σάββατο 7 Απριλίου 2012

Κασσάνδρα

Gustav Climt, Tragoedie, 1897.

ιω βροτεια πραγματ’· ευτυχουντα μεν
σκια τις αν τρεψειεν· ει δε δυστυχη,
βολαις υγρωσσων σπογγος ωλεσεν γραφην.

(Αισχύλου Αγαμέμνων, στίχοι 1327-1329)

Αλίμονο στ’ ανθρώπινα… Την ευτυχία
μπορεί και μια σκιά να ανατρέψει. Κι η δυστυχία,
μ’ ένα σφουγγάρι βρέχοντας, έσβησε τη γραφή.

(ελεύθερη απόδοση στη Νεοελληνική)


   Το συνταρακτικό παραλήρημα της Κασσάνδρας, λίγο πριν το τέλος της, έχει αμφιλεγόμενη κατάληξη: Στη φιλολογική κριτική δεν υπάρχει ομοφωνία ως προς τα τελευταία της λόγια. Η αβεβαιότητα επεκτείνεται τόσο στη μετάφραση όσο και στην ερμηνεία του αποσπάσματος.
   Σύμφωνα με τη χειρόγραφη παράδοση της τραγωδίας, οι στίχοι 1327-1330 ανήκουν στην Κασσάνδρα. Στην έκδοση του H. Weil (1858) όμως, οι ίδιοι στίχοι αποδίδονται στο Χορό, με την παρατήρηση ότι «η Κασσάνδρα προφητεύει, δεν φιλοσοφεί». Με την άποψη αυτή συντάσσεται ο W. Headlam (έκδ. 1910), ο P. Mazon (έκδ. 1925), αλλά και ο Γρυπάρης. Οι περισσότεροι, πάντως, εκδότες, μεταφραστές και σχολιαστές, διατηρούν την παραδεδομένη εκδοχή.
   Άλλο πρόβλημα: Στα χειρόγραφα διαβάζουμε τον ρηματικό τύπο «τρέψειεν» (στ. 1328). Ο Boissonade διόρθωσε σε «πρέψειεν». Η άποψη αυτή υιοθετήθηκε από μερίδα φιλολόγων, μαζί με μια διόρθωση του Wiesler – την προσθήκη μιας υπογεγραμμένης στη λέξη «σκια» (άρα, πτώση δοτική). Αν θεωρήσουμε σωστές τις διορθώσεις αυτές, η μετάφραση διαμορφώνεται έτσι: «Την ευτυχία θα μπορούσε κανείς να την παραβάλει με μια σκιά». Ή, πιο ελεύθερα: «Είναι σαν τη σκιά η ευτυχία». Ενώ με το «τρέψειεν»: «Την ευτυχία, και μια σκιά ακόμη θα μπορούσε να την ανατρέψει» - απόφθεγμα, δηλαδή, για το ευμετάβλητο της ανθρώπινης μοίρας. Αν όντως το προφέρει αυτό η Κασσάνδρα (και όχι ο Χορός), σαφώς υπαινίσσεται τη μοίρα του Αγαμέμνονα και τη δική της. Προσθέτοντας έπειτα: «Κι αν δυστυχούμε, μ’ ένα υγρό σφουγγάρι σβήνονται τα χνάρια της αλλοτινής μας ευτυχίας». Η φράση «βολαις υγρωσσων σπογγος» θα μπορούσε να θεωρηθεί ως προφητεία του τρόπου θανάτωσης του Αγαμέμνονα, μέσα στο λουτρό του (πβ. στ. 1107-1111 και 1125-1129). Αν το δεχθούμε αυτό, θα πρέπει να αποδώσουμε τα λόγια στην Κασσάνδρα - «πολλα μεν ταλαινα, πολλα δ’ αυ σοφη», όπως την χαρακτήρισε ο Χορός (στ. 1295). Η παρομοίωση με τη σκιά και το σπόγγο παραπέμπει επίσης στην τεχνική των «σκιαγραφημάτων», απηχώντας τις επιδράσεις της αρχαίας εικονογραφικής παράδοσης στην αττική τραγωδία. (Ας θυμηθούμε την κόρη του Σικυώνιου αγγειοπλάστη Βουτάδη, η οποία ζωγράφισε στον τοίχο του σπιτιού της το περίγραμμα της σκιάς του αγαπημένου της, προτού εκείνος φύγει μακριά).
   Από την άλλη πλευρά τώρα, υπάρχει ένα πολύ ισχυρό επιχείρημα υπέρ της άποψης ότι τα λόγια αυτά ανήκουν στο Χορό: Η Κασσάνδρα θα ήταν παράδοξο να φιλοσοφεί, αφού γνωρίζει καλά ότι το επόμενο λεπτό θα σφαγιαστεί άδικα, «θεηλάτου βοός δίκην προς βωμόν» (βλ. στ. 1297-1298), μαζί με τον αφέντη της. Λίγο πριν την επιθανάτια κραυγή, το πιο  ανθρώπινο θα ήταν να ευχηθεί εκδίκηση και για τον δικό της φόνο. (Ωστόσο, οι στίχοι 1323-1325 είναι αρκετά φθαρμένοι στο χειρόγραφο· μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε για το ακριβές περιεχόμενό τους). Αντίθετα, είναι πάντα αναμενόμενη και εύλογη η έκφραση φιλοσοφικής διάθεσης του Χορού στο αρχαίο θέατρο.
   Ποιος λοιπόν μπορεί να είναι βέβαιος για τα τελευταία λόγια της Κασσάνδρας; Όσο η φιλολογική έρευνα συνεχίζεται, εκείνη θα παραμένει πολύσημη, αινιγματική και δυσάρεστα, μα συγκλονιστικά, προφητική. Το μόνο βέβαιο είναι ότι μετά το στίχο 1330 η αιχμάλωτη μάντισσα εισέρχεται στα ανάκτορα του Άργους, για πρώτη και τελευταία φορά, προτού περάσει στην αιωνιότητα της δραματικής ποίησης.
   Κασσάνδρα (στον «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου) και Πολυξένη (στην «Εκάβη» του Ευριπίδη): οι τραγικότατες του Τρωικού Κύκλου. Η συντήρηση της πιο αδίστακτης εξουσίας χρειάζεται πάντα το αίμα της ανθρωποθυσίας. Ώσπου ο Διόνυσος να φορέσει το τρομερό προσωπείο του…