[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Παρασκευή 10 Μαΐου 2019

ΥΓ.


Μανόλης Αναγνωστάκης

[…]

Μιλούσε συνεχώς με παρενθέσεις και αποσιωπητικά, σαν τυφλός που βάδιζε σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο έπιπλα.



Κι ήξερες πως όλα αυτά αργά ή γρήγορα θα τελειώσουν.



(Γηράσκω αεί αναθεωρών)



Να βλέπεις τα ίδια πράγματα να γίνονται και να ξαναγίνονται.



Κάπου ανάμεσα στο αξιοπρεπές μελό και στο φτηνό πάθος.



Δεν έφταιγεν ο ίδιος. Τόσος ήτανε.



Το ήξερε πως δε θα άντεχε στο Μεγάλο Πόνο.



Έβγαζε κάθε δέκα χρόνια μια φωτογραφία στην ίδια πάντα στάση.

[…]


Μανόλης Αναγνωστάκης, ΥΓ., ιδιωτική έκδοση 1983 και εκδόσεις Νεφέλη 1992 (απόσπασμα: σελ. 18-19).

Τετάρτη 8 Μαΐου 2019

Μνήμη και λήθη



Σύναξη δημοτικιστών τον Απρίλη του 1905, στην Άνω Κορακιάνα (Μουργάνες) της Κέρκυρας.
Στην επάνω σειρά, από αριστερά: ο πεζογράφος και μεταφραστής Κωνσταντίνος Θεοτόκης (1872-1923), ο ζωγράφος Στέλιος Δεσύλλας (1875-1913), ο ποιητής Λορέντζος Μαβίλης (1860-1912) και ο φιλόλογος και μεταφραστής Ανδρέας Κεφαλληνός (1856-1943). Στην κάτω σειρά, από αριστερά: ο ιδιοκτήτης του σπιτιού λόγιος Σπύρος Μαρτζούκος (Ιγγλής), ο δάσκαλος και πεζογράφος Ηλίας Σταύρος, η λογοτέχνης Ειρήνη Δενδρινού (1879-1974), ο λογοτέχνης και μεταφραστής Αλέξανδρος Πάλλης (1851-1935) και ο λόγιος και δημοσιογράφος Μωϋσής Χαΐμης (1864-1929). Πηγή: Ειρήνη Δενδρινού, «Μια εκδρομή», στο περιοδικό Νουμάς του Δημήτρη Ταγκόπουλου, φύλλο 8ης Μαΐου 1905, σελ. 7-8.


Kαλότυχοι οι νεκροί, που λησμονάνε
        Tην πίκρια της ζωής. Όντας βυθήση
        O ήλιος και το σούρουπο ακλουθήση,
Mην τους κλαις, ο καϋμός σου όσος και νάναι!

Tέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
        'Σ της Λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση·
        Mα βούρκος το νεράκι θα μαυρίση,
A στάξη γι' αυτές δάκρυ, όθε αγαπάνε.

Kι' αν πιουν θολό νερό, ξαναθυμούνται,
        Διαβαίνοντας λειβάδι' απ' ασφονδήλι,
Πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται.

        A δε μπορής παρά να κλαις το δείλι,
Tους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν·
Θέλουν ― μα δε βολεί να λησμονήσουν.

                                                Μάης 1896

Λορέντζος Μαβίλης, «Λήθη», Tα ποιήματα, Ίδρυμα Kώστα και Eλένης Oυράνη, 1990.

Πέμπτη 2 Μαΐου 2019

Κακή φωτιά


Εγώ είμ’ εδώ ανυπόταχτος και παραστρατισμένος,
εγώ δαγκώνω με θυμό της φτώχειας το ψωμί,
νόθος της Τέχνης είμ’ εγώ και της ιδέας διωγμένος,
από μιαν έγνοια ο νους θολός, δαρμένο το κορμί.

Ο λύχνος μου στης ιερής μελέτης το τραπέζι
σαν ένα νεκροκάντηλο στα μάτια μου αχνοπαίζει·
όλα πολέμια, κρύα· βιβλία, κοντύλια και χαρτιά.
Με καίει κακή φωτιά.

Εμέ η ζωή μου πλάνεμα και η γέννησή μου λάθος,
το λόγο δεν ορέγομαι, δεν ξέρω το ρυθμό·
σέρνουν εμένα δυο άλογα, τ’ αράπικο το Πάθος
και τ’ αφροστάλαχτο Όνειρο… μπορεί και στο γκρεμό.


Κωστής Παλαμάς, «Κακή φωτιά» (1908), Τα παράκαιρα: Κακές φωτιές, 1919.