[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Κωστής Παλαμάς

   (1859-1943)


   ΣΑΤΙΡΙΚΑ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΑ – δεύτερη σειρά

1.

Στ’ ακάθαρτα κυλήστε μας του βούρκου,
και πιο βαθιά. Πατήστε μας με κάτι
κι από το πόδι πιο σκληρό του Τούρκου.

Διαβασμένοι, ντοτόροι, σπιρουνάτοι,
ρασοφόροι, δασκάλοι, ρουσφετλήδες,
οικοπεδοφαγάδες, αβοκάτοι,

κομματάρχηδες και κοτζαμπασήδες,
και της γραμματικής οι μανταρίνοι
και της πολιτικής οι φασουλήδες,

ταρτούφοι, ραμπαγάδες, ταρταρίνοι!
- Αμάν! Αγά, στα πόδια σου! άκου! στάσου!
Βυζαντινοί – Γασμούλοι – Λεβαντίνοι.

Ρωμαίικο, να! Με γεια σου, με χαρά σου.

2.

Προγόνους πάρε, απόγονους, δαιμόνους,
όλα της Ιστορίας τα συναξάρια,
όλους του Ελληνισμού τους φανφαρόνους,

όλα της Ρωμιοσύνης τα καμάρια,
του Λόγου τις κορφές, τους παραλήδες,
τους σοφούς, των πολέμων τα λιοντάρια,

Όμηρους, Αρχιμήδες, Αχιλλήδες,
καθώς περνούν ανάκατα στη στράτα,
Καποδίστρηδες, Διάκους, Κοραήδες.

Όλα φκιάστα γκιουβέτσι και σαλάτα,
να και το ρετσινάτο στην ταβέρνα,
και τα βιολιά, και ρίξου τους και φάτα.

Κέρνα, ρούφα, ξεφάντωνε, και ξέρνα.

3.

Ζαγάρια και τσακάλια και κοκκόροι,
σηκωτοί κάθε τόσο στο ποδάρι,
μόρτηδες, λούστροι, αργοί, λιμοκοντόροι.

Στον αφέντη χαρά που τους λανσάρει!
Και ποια είναι τα σωστά, ποια τα μεγάλα
που την ορμή τους δίνουν και τη χάρη;

Προδότες οι Τρικούπηδες. Κρεμάλα!
Κι οι Ψυχάρηδες; Γιούχα! Πλερωμένοι.
Να η Ελλάδα! Αρσακιώτισσα δασκάλα,

με λογιώτατους παραγιομισμένη.
Κι ο Ρωμιός; Αφερίμ! Μυαλό; Κουκούτσι.
Από τον καφενέ στην Πόλη μπαίνει,

του ναργελέ κρατώντας το μαρκούτσι.

4.

Σκύλος κοκκαλογλύφτης φέρνει γύρα
κρακ! τακ! της γειτονιάς τους τενεκέδες.
Ο ποσαπαίρνεις με το θεσιθήρα

για την π α τ ρ ί ς καυγά στους καφενέδες.
Οι γάτοι λιγδεροί στα κεραμίδια
ταιριάζουν ερωτόπαθους γιαρέδες.

Φαγοπότι, ξαπλωταριό, τα ίδια.
Τα θέατρα, τις ταβέρνες, τα πορνεία,
φάμπρικες, μπάνκες, σπίτια, αποκαΐδια,

τ’ ανταμώνει αττικώτατη αρμονία.
Και κοιμισμένη στα όνειρά της βλέπει
μουρλή γλωσσοκοπάνα Πολιτεία

τον Περικλή. Μα ο Χασεκής της πρέπει.

6.

Τα κεφάλια του Γένους και του κράτους.
Ο βουλευτής κι ο δάσκαλος. Τα `πιάσαν
όλα τα πόστα! Νους, καρδιά, δικά τους.

Δέσαν το νου· την καρδιά τη ντροπιάσαν.
Να το ρουσφέτι, να κι η ελληνικούρα,
τ’ άρματά τους. Με κείνα μας χαλάσαν.

Η σκέψη, νούλα. Η Τέχνη, πατσαβούρα.
Ο ψευτοαττικιστής κι ο ψηφοφόρος.
Τ’ άγιο κόνισμα, μια καλικατούρα.

Στη γη που πιάνει και προκόβει ο σπόρος
κάθε λογής τζουτζέδων και πιερρότων,
κι εγώ φυτρώνω ανάξιος ριμαδόρος
μαύρων θυμών και πορφυρών ερώτων.