[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Τίμος Μωραϊτίνης

   (1876-1952)


   Ο ΝΤΟΡΗΣ

Ήταν παλιάλογο ο Ντορής,
δεν ήταν άλογο βαρβάτο
κι όλο τον πήγαινε στραβά,
πότε δεξιά, πότε ζερβά,
ποτέ στα ίσια – όλο λοξά.
Και του φωνάζαν: «Αμαξά,
θα πέσεις κάτω».

Δεν ήταν πια αυτή ζωή·
κι ένα πρωί, ένα πρωί
τον κάνει τον Ντορή λιανά...
Και στην ταβέρνα τώρα, να,
τον πίνει στο ποτήρι το γεμάτο.

Αλλά και τώρα, τι θαρρείς,
πάλι τον πάει ο Ντορής
όλο στραβά κι όλο λοξά...
Και του φωνάζουν: «Αμαξά,
θα πέσεις κάτω».


   ΣΤΗΝ ΟΚΑ

Ήσουνα νιά κι αρχόντισσα,
τώρα σε λεν γερόντισσα.
Γι’ αυτό χτυπάν λυπητερά κι οι μπαγλαμάδες,
γιατί τραγούδια ευτράπελα,
πώς να στο πω, ρε κάπελα,
δεν παν ποτέ με το κιλό· θέλουν οκάδες.

Πόσες φορές, συντρόφισσα,
με σένα φιλοσόφησα.
Πόσοι καημοί, πόσα σεκλέτια, πόσα πάθη
εσβήσανε σαν το `πινα
και κοίταζα τ’ ανθρώπινα
απ’ τα δικά σου τα ολοφώτιστα τα βάθη...

Παρέα με τη λύπη μου
και με το καρδιοχτύπι μου
έπιν’ από το πνεύμα σου το θείο·
κι απ’ τη δουλειά σα γλύτωνα,
με το μπεκρή το γείτονα
μιαν οκαδίτσα κοπανούσαμε στα δύο.

Και ο καιρός σαν άλλαζε
και μες στα φύλλα στάλαζε
το τραγουδάκι μιας βροχούλας παιχνιδιάρας,
εμείς γελώντας κλαίγαμε
και κλαίγοντας το λέγαμε
στο ρε ματζόρε μιας μεσόκοπης κιθάρας.

Πριν πας και βρεις το θάνατο
και γίνεις παλιοκάνατο,
θα `ρθώ το βράδυ να σε βρω, μην το ξεχάσεις,
δε θα `ρθω πάλι μόνος μου,
θα `ναι μαζί κι ο πόνος μου,
με τη στερνή σου τη σταλιά να μας κεράσεις.


   ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΕΣΠΕΡΙΣ

Στης Χρίσταινας της καφετζούς, προχθές νωρίς-νωρίς,
μια φιλολογική εδόθη εσπερίς.
Ο Φώτης ο μπαλωματής για έναν τσαγκάρη Τήνιον
έκανε μίαν κρίση.
Η Κώσταινα εμίλησε για την μπουγάδα και την πλύση
κι επεκαλέσθη και τον Πλίνιον.
Έπειτα ο Στραβάραπας με στυλ Μεταξουργείου
ομίλησε περί Θεοδοσίου...
Κατόπιν ο Κρεμανταλάς, που τον φωνάζουν και γρουσούζη,
πλανόδιος από ετών,
που με τη ζέστη πάντοτε πουλά το κρύο-μπούζι,
έκανε μια διάλεξη περί των νέων ποιητών.
Ο Χρήστος ο αμανετζής ομίλησε περί του Μπαχ
εν σχέσει με το αχ και βαχ.
Ο κανονιέρης ο Στρατής, περί Δανίας και Δανών·
κι ο καρβουνιάρης ο Λουκάς, περί λευκών μικρών κλινών.
Η Διαμαντούλα έπειτα, με μιαν εισήγηση λαμπρά,
ανέλυσε τον Ντεκομπρά
και είπε και περί φωτός και ουρανού ενάστρου·
και, τέλος, η κυρία Κάστρου,
κρατούσα εγχειρίδιον περί φιλοσοφίας,
μετά μεγάλης ευφραδείας
και μετά χάριτος απείρου
απήγγειλε τεμάχια εκ του Ομήρου.


   ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΧΟΡΟΣ

Εις τον δημόσιον χορόν της αριστοκρασί,
που έπιναν εν τούτοις και κρασί,
ήτανε τόσοι γόητες και γοητείαι τόσαι,
συνωστισμός δ’ αφόρητος, πατείς με και πατώ σε.
Και διεκρίθησαν πολλές, η καμαριέρα η Τερέζα
            κι η Αντριάνα η Αράπω,
που είναι και ξανθόμαλλη κι ολίγον τι Κινέζα
και ενθυμίζει τον Βορράν και την Ανατολήν την Άπω.
Επίσης διεκρίθησαν, η Φρόσω η καμπούρα
            με το Σωτήρη το σελέμη,
            που περπατάει και τρέμει,
            η Βαγγελιώ η μουρμούρα,
            η Χρίσταινα η τέως αμαξού,
            η Κατινίτσα η μυξού
κι ο Νικολός που έπεσε εις το τανγκό ανάσκελα
            και εγερθείς εντός λεφτού
            είπε: «Φτου!»
- και έδωσε στην ντάμα του αμέσως δύο φάσκελα.
Περί το μεσονύκτιον απ’ τον ψωμά το Λάζαρο
μοιράστηκε και κοτιγιόν απ’ το μπαγιατοπάζαρο.
            Κι εκεί κατά την μίαν,
εισήλθον διά του φακού εις την αθανασίαν.
Στο τέλος, χορευτήκανε κι οι κλασικές καντρίλιες,
            με γκάφες και παρεξηγήσεις χίλιες.
Οι χορευταί που ήτανε στα γαλλικά ξεφτέρια
στο πρόσταγμα «Donnez les mains!» ήλθαν ευθύς στα χέρια!...
Κι αφού κεφάλια σπάσανε εν μέσω ύβρεων και κρότων,
έγινε αμέσως μπαλ ντε τετ... μετ’ επιδέσμων και τσιρότων.