[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Γεώργιος Σουρής

   (1852-1919)


   Ο ΡΩΜΗΟΣ 

Στον καφενέ απ’ έξω σαν μπέης ξαπλωμένος
του ήλιου τις ακτίνες αχόρταγα ρουφώ
και στων εφημερίδων τα νέα βυθισμένος
κανένα δεν κοιτάζω, κανένα δεν ψηφώ.

Σε μια καρέκλα το `να ποδάρι μου τεντώνω,
το άλλο σε μιαν άλλη, κι ολίγο παρεκεί
αφήνω το καπέλο και αρχινώ με τόνο
τους υπουργούς να βρίζω και την πολιτική.

Ψυχή μου! τι λιακάδα, τι ουρανός, τι φύσις!
Αχνίζει εμπροστά μου ο καϊμακλής καφές
κι εγώ κατεμπνευσμένος για όλα φέρνω κρίσεις
και μόνος μου τις βρίσκω μεγάλες και σοφές.

Βρίζω Εγγλέζους, Ρώσους και όποιους άλλους θέλω
και στρίβω το μουστάκι μ’ αγέρωχο πολύ
και μέσα στο θυμό μου κατά διαβόλου στέλλω
τον ίδιον εαυτό μου και γίνομαι σκυλί.

Φέρνω το νου στο Διάκο και εις τον Καραΐσκο,
κατενθουσιασμένος τα γένια μου μαδώ,
τον Έλληνα εις όλα ανώτερο τον βρίσκω
κι απάνω στην καρέκλα χαρούμενος πηδώ.

Τη φίλη μας Ευρώπη με πέντε φασκελώνω,
απάνω στο τραπέζι τον γρόθο μου κτυπώ...
Εχύθη ο καφές μου, τα ρούχα μου λερώνω
κι όσες βλασφήμιες ξέρω, αρχίζω να τις πω.

Στον καφετζή ξεσπάω... φωτιά κι εκείνος παίρνει,
αμέσως άνω-κάτω του κάνω τον μπουφέ,
τον βρίζω και με βρίζει, τον δέρνω και με δέρνει
και τέλος... δεν πληρώνω δεκάρα στον καφέ.

(Νοέμβριος 1880)

Σημ.: Στο ποίημα αυτό οφείλει τον τίτλο του (και την εικόνα που φιλοτέχνησε ο Θέμος Άννινος για την προμετωπίδα) το περίφημο εβδομαδιαίο φύλλο του Σουρή «Ο Ρωμηός», που κυκλοφορούσε από τις 2 Απριλίου του 1883 έως τις 17 Νοεμβρίου του 1918, συμπληρώνοντας 36 έτη και 1.444 τεύχη (και δύο παραρτήματα) ομοιοκατάληκτης σάτιρας! «Νονός» της εφημερίδας υπήρξε ο Γεώργιος Δροσίνης.


   ΑΘΗΝΑ

Ο εθνικός μας ποιητής προχθές στον Παρνασσό
επίγειο παράδεισο μας είπε την Αθήνα,
στεφάνι με τη λύρα του της έπλεξε χρυσό,
τη στόλισε με γιασεμιά, με ρόδα και με κρίνα,
την είπε γλυκοχάραγμα, του Γαβριήλ λουλούδι,
αίμα Χριστού, μετάληψη, των τραγουδιών τραγούδι.

Πολύ καλά... Ο Αχιλλεύς ας την εγκωμιάζει,
εις τον Παράσχον ο καθείς τα πάντα επιτρέπει,
πρέπει συχνά σαν ποιητής να μας ενθουσιάζει
κι όλα εμπρός του φωτεινά κι ωραία να τα βλέπει.
Όμως εγώ, τι να σας πω... Τα βλέπω κάπως σκούρα
και είναι μόνη μου χαρά η γκρίνια κι η μουρμούρα.

Ας καίει ο Παράσχος μας τ’ αναίσθητά μας στήθεια
με της παρθένου Μούσης του τον άσβεστον πυρήνα·
αλλ’ όποιος από σας ζητεί να μάθει την αλήθεια,
ας έλθει να του πω εγώ ποια είναι η Αθήνα.
Ο Αχιλλεύς την έψαλλε, θαρρώ, εις άλλη σφαίρα,
κι εγώ δεν το εκούνησα στιγμή από `δω πέρα.

Αθήνα... Ξέρεις τι θα πει, πουλάκι μου, Αθήνα;
Απόπατος απέραντος εν μέσω αποπάτων,
τραμπουκαριό, μαχαίρωμα, χοροί, σουπέδες, πείνα
και άσμα καθημερινόν γαϊδουρινών ασμάτων.
Νοθείας και καλπουζανιάς η πρώτη επιστήμη,
λημέρι κάθε κλεφτουριάς, των ψοφιμιών ψοφίμι.

Αθήνα ξέρεις τι θα πει;... Πνιγμός και αηδία,
από σκουπίδια χίλια δυό ωραίο περιβόλι,
ασβέστωμα και φανικού οξέως ευωδία,
αρρώστια, τύφος κι ευλογιά χωρίς γιατρούς και μπόλι.
Σβησμένο γκάζι, ερημιά και λάκκος ανοιγμένος,
δελτίον αστυνομικόν, κλητήρας κοιμισμένος...

Κι αν ο Παράσχος σαν ξυπνά ευθύς το νου μυρώνει,
και αν πατεί στις πέτρες της και κάνει Παρθενώνες,
αλλά μυρώνω δα κι εγώ τη μύτη μου με σκόνη
και σχίζω τα παπούτσια μου σε μυτερές κοτρώνες.
Πατώ και μες στις λάσπες της, πατώ και μες στη σκόνη
και κάνω μ’ ενθουσιασμό... καινούργιο πανταλόνι.

Αθήνα ξέρεις τι θα πει;... Αδιάκοπο τσιμπούσι,
εφημερίς παντοτινή, σεμνή Γλωσσοκοπάνα,
Γαρούφω, Τρελο-Μαριγώ, ποδάγρα του Μπουρδούση,
δοξολογία, εκκλησιά κι αιώνια καμπάνα.
Κυρίες κλέφτρες, κίνησις κλητήρων κι αστυνόμων
και πού και πού πλακώματα ιπποσιδηροδρόμων.

Αθήνα ξέρεις τι θα πει;... Στον καφενέ χουζούρι,
στην ντάλα του μεσημεριού λωποδυτών αμάκες,
χρηματιστήριο, γροθιές, κλεφτομεσίτου μούρη,
κοκότες μες στις άμαξες, παντιέρες, σακαράκες.
Κηφηναριό, παράσημο, γαλόνι κάθε μήνα,
αυτό θα πει Ρωμαίικο, αυτό θα πει Αθήνα.

(Ιανουάριος 1883)

Σημ.: Το ποίημα αποτελεί την απάντηση του Σουρή στον έμμετρο ύμνο των Αθηνών που είχε απαγγείλει ο Αχιλλέας Παράσχος στην αίθουσα του φιλολογικού συλλόγου «Παρνασσός». Ο αναφερόμενος Μπουρδούσης υπήρξε παροιμιώδης γραφικός τύπος καυχηματία, επαίτη και μέθυσου, ο οποίος έπασχε καθώς φαίνεται από ποδάγρα.


   ΦΟΡΟΙ

Βάλετε φόρους, βάλετε εις την πτωχή μας ράχη,
ποτίστε με το αίμα μας την άρρωστη πατρίδα,
σεις το κρασί και τον καπνό να πίνετε μονάχοι
κι εμείς να σας κοιτάζωμε με μάτι σα γαρίδα.
Βαριά φορολογήσετε και το νερό που τρέχει...
Βάλετε φόρους, βάλετε κι η ράχη μας αντέχει.

Ό,τι καλό κι αν έχωμε απάνω μας ας μείνει,
στα πρόσωπά μας ας χυθεί του μαρασμού το χρώμα,
μ’ εμάς το ισοζύγιο του έθνους μας ας γίνει,
φορολογήσετε κι αυτή τη σάρκα μας ακόμα.
Του κρέατός μας κόβετε καμιά παχιά λωρίδα
και τρώγετέ την λαίμαργα μαζί με την πατρίδα.

Ό,τι κι αν τρώνε οι πτωχοί, το έθνος ας το τρώγει,
ό,τι κι αν πίνουν οι πτωχοί, το έθνος ας το πίνει·
χορταίνετε σα Λούκουλλοι μ’ εμάς το σκυλολόγι
κι εμείς θα σας γνωρίζωμε γι’ αυτό ευγνωμοσύνη.
Τέτοιοι χωριάτες που `μαστε αντέχομε εις όλα,
και ούτε τόσο εύκολα τινάζουμε τα κώλα.

Πρέπει να είναι οι πολλοί πτωχοί και πεινασμένοι
και οι ολίγοι πάντοτε να βρίσκονται χορτάτοι·
πρέπει να στέκουν οι πολλοί στα σπίτια των κλεισμένοι
και οι ολίγοι να πηδούν απάνω στο Παλάτι.
Πρέπει ο κόσμος ο πολύς να δέχεται τα βάρη,
κι ο λιγοστός απάνω του κανένα να μην πάρει.

Μ’ αυτόν τον νόμον έζησε ο κόσμος και θα ζήσει,
τη δύναμή του προσκυνά η κάθε κοινωνία·
δεν ημπορεί καθένας μας βεβαίως να πλουτίσει,
γιατί του κόσμου έπειτα χαλά η αρμονία.
Φτώχεια και πλούτος!... Ζήτημα του καθενός αιώνος,
ιδού το τέλος κι η αρχή του φοβερού αγώνος.

Λοιπόν κανένας πρόστυχος κεφάλι μη σηκώσει,
για τόσα νομοσχέδια μη βγάλει τσιμουδιά·
εις της πατρίδος τον βωμόν το αίμα του ας δώσει,
χωρίς ν’ αφήσει στεναγμό η μαύρη του καρδιά.
Κι αν τώρα πάλι έπεσε επάνω του ο κλήρος,
πρέπει και πάλι να φανεί γενναίος, μάρτυς, ήρως!

(Ιανουάριος 1883)


   ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΙΟΙ

Δροσίνης γλαφυρότατος, με πνεύμα δροσερό,
αλλά προφέρει πάντοτε πολύ ψευδά το ρω.

Πολέμης λιγυρότατος και πολυχαϊδεμένος,
αλλά πολύ πειράζεται για κρίσεις ο καημένος.

Ο Προβελέγγιος λαμπρός στα δράματα κι εις όλα,
μα δύο γλώσσες παίζουνε στο νου του καραμπόλα.

Ο Παλαμάς βαθύτατος, με ποίηση ζοφώδη,
αλλά φρενιάζει σαν του πεις κακό για τη δημώδη.

            Αν ρωτάς και για το Μάνο,
            ρώτησε τον Κακλαμάνο.

Παράσχος μέγας ποιητής, συνάδελφος εν Μούση,
που τα μαλλιά του έκοψε, αλλ’ όχι και το μούσι.

            Λασκαράτος
            γέρος γάτος!

Ο Μαρκοράς Γεράσιμος
          κι επίσημος και άσημος.

Βλέπω πυρ εις τον Στρατήγην, του Αβέρωφ τον κολλήγα,
που στην Αίγυπτον επήγε σαβουρώσας ουκ ολίγα.

Ο Βλάχος πρώτος κριτικός, τον έχω και κουμπάρο,
αλλά ποτέ μου δεν μπορώ στο σκάκι να τον πάρω.

Ο Ροΐδης ή Τσουρίδης φιλολόγος ξεβαμμένος,
αγελαίος κατά Κόντον και πολύ γεγανωμένος.

Ο Άννινος θαυμάσιος, με καλαμπούρια πρώτης,
ωσάν και μένα πλούσιος, μα του Σταυρού ιππότης.

Δαμβέργης φίνος συγγραφεύς, κι αυτός γεμάτος φώτα
και Κρητικός τρικούβερτος με ήτα και με γιώτα.

Ξενόπουλος πολύ κομψός, μα χωρατά δεν δέχεται,
εις δε το μάους πάντοτε απ’ όλους κατατρέχεται.

Βικέλας, Λάρας δηλαδή, με μάθηση και κρίση
κι απ’ το Παρίσι έρχεται και πάει στο Παρίσι.

Πολύ τιμάται παρ’ εμού και ο Παπαδιαμάντης,
που είναι πάντ’ a quatres epingles και φαίνεται γαλάντης.

Ο Παγανέλης λείψανο της σμίλης του Φειδίου,
ευρίσκεται στα σύννεφα και στην οδό Σταδίου.

            Ο Πολυλάς
            σοφός μπελάς.

Μητσάκης λογογράφος και συγγραφεύς κλεινός,
αλλά Λυγκεύς προπάντων και σκοπευτής δεινός.

Εγώ μεγάλως εκτιμώ κι αυτόν τον Καρκαβίτσα,
που `ναι γιατρός στ’ ατμόπλοια με λιάρα και με γκλίτσα.

            Τι σου λέει ο Ψυχάρης
            κάβο δεν μπορείς να πάρεις.

Κουρτίδης εμβριθέστατος, με γράμματα περίσσια,
μα κάμνει τον ρομαντικό και μένει στα Πατήσια.

Ο Καλοσγούρος κριτικός, αλλ’ όμως δεν τον ξέρω,
γι’ αυτά που δεν εδιάβασα εκ μέσης τον συγχαίρω.

Γαβριηλίδης ο πολύς, με κύρος κι αυθεντίαν,
που βγάζει πότε Χαλιμάν και πότε Λαυρεντίαν.

            Όποιος χάσει δεν τον χάνει
            τον Καμπούρογλου το Γιάννη,
            τ’ άντερά του στο τηγάνι
            να τα τρων οι Ατσιγγάνοι!

Ο Βελλιανίτης συγγραφεύς με χάριν και με δρόσον,
του τσάρου δ’ ευνοούμενος και γνώστης και των Ρώσων.

Ο Κακλαμάνος κομ-ιλ-φο και πέννα σα βελόνι,
χαβάς, βιτσιέ, σεβντάς, ζουρ-φιξ, Κοζάκης και σαλόνι.

Κορομηλάς δραματουργός με πνεύμα και με γράμματα,
αλλ’ έχει για τις γούνες μας πολλά καινούργια δράματα.

Τόσον καιρό κορόιδευα με την εφημερίδα μου
και με τις κοροϊδίες μου γινήκαν όλα ρόιδο,

μα μου τα πλήρωσαν διπλά στη δεκαετηρίδα μου
κι όλοι εμμέτρως και πεζώς με πήραν στο κορόιδο!...


   ΚΑΤΙ ΨΙΘΥΡΙΣΕ

Λέει γειτόνισσα σε κάποιαν άλλη:
-Γιατί τον άντρα σου, κυρά μεγάλη,
τον έχουν πάντα διορισμένο
και τον δικό μου πάντα παυμένο;

Πες μου τα μέσα σου, κυρά... Κι αυτή,
που `χε μια θέση στην κοινωνία,
κάτι ψιθύρισε κρυφά στ’ αυτί
της άλλης, που `χε τον Παυσανία.

Τι να της είπε; Ποιος το γνωρίζει...
Αλλ’ από τότε και τον δικό της
κάθε γκουβέρνο τον διορίζει
κι άνοιξε λίγο το ριζικό της.

Κι εκείνος πάει και θεατρίζεται
μέσα σε μέγαρα τιμής εγκρίτου
και βεβαιώνει πως διορίζεται
με την αξία του και την τιμή του.