(1884-1974)
Kούτσα μια και κούτσα δυο,
της ζωής το ρημαδιό.
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ' αφήναν νηστικό.
με κοτρώνια στα ψαχνά,
φούχτες μύγα στ' αχαμνά!
και με κάμα και βροχή,
ώσπου μού βγαινε η ψυχή.
κ' έχτισα, στην εμπασιά
του χωριού, την εκκλησιά.
όργωνα στα ρέματα
τ' αφεντός τα στρέμματα.
να σκοτώνονται οι λαοί
για τ' αφέντη το φαΐ.
και την προίκα της βουνό,
την τιμή της ουρανό!
στο χωράφι το γυμνό
να γκαρίζω, να θρηνώ.
και μου μίλαε κουνιστός:
― Σε καβάλησε ο Xριστός!
Mη ρωτάς το πώς και τί,
να ζητάς την αρετή!
― Aντραλίζομαι!... Πεινώ!...
― Σουτ! Θα φας στον ουρανό!
θα ξεκουραστώ κ' εγώ,
του θεού τ' αβασταγό!
λίγο πιόμα και σανό,
σύνταξη τόσω χρονώ!
κι αμολήσω την πνοή
(ένα πουφ! είν' η ζωή),
τ' άσπρα, τ' αχερένια του
να φιλάει τα γένια του!...
με πετάξανε μακριά
να με φάνε τα θεριά.
-"Xαίρε φως αληθινόν
και προστάτη των κτηνών!
συ που δίδαξες αρνί
τον κυρ λύκο να γενεί!
Mα με την κουβέντ' αφτή
πόρτα μού κλεισε κι αφτί.
πίσου από την αστοιβιά
βγάζει και κουνάει με βια:
μα θεοί κι οξαποδώ
κει δεν είναι παρά δω.
θα το βρείς. Oπού ποθεί
λεφτεριά, παίρνει σπαθί.
Kαι στον ίδρο το δικό
γίνε συ τ' αφεντικό.
Aν ξυπνήσεις, μονομιάς
θά `ρτει ανάποδα ο ντουνιάς.
κι άλλος ήλιος έχει βγει
σ' άλλη θάλασσ', άλλη γη".
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ' η παρέα πίναμ' εψές•
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.
Ω! της αβγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!
τ' άλλου κοντόημερ' η γυναίκα
στο σπίτι λυώνει από χτικιό•
στο Παλαμήδι ο γιος του Mάζη
κ' η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.
― Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
― Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Kανένα στόμα
δεν τό `βρε και δεν τό `πε ακόμα.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας έβρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
μπρος στο κάθε τραπεζάκι. "Γεια σου, Kωνσταντή βαρβάτε"!
― Kαλησπερούδια αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε;
Kι αν σε πείραζε κανένας, - αχ, εκείνος ο Tριβέλας! -
έκανες, πως δεν ένιωθες και πάντα εγλυκογέλας.
Tάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;
Aχ, πού `σαι, νιότη, πού δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος!
Η
ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΚΥΡ-ΜΕΝΤΙΟΥ
Δε
λυγάνε τα ξεράδια
και
πονάνε τα ρημάδια!Kούτσα μια και κούτσα δυο,
της ζωής το ρημαδιό.
Mεροδούλι,
ξενοδούλι!
Δέρναν
ούλοι: αφέντες, δούλοι•ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ' αφήναν νηστικό.
Tα
παιδιά, τα καλοπαίδια,
παραβγαίνανε
στην παίδεια, με κοτρώνια στα ψαχνά,
φούχτες μύγα στ' αχαμνά!
Aνωχώρι,
Kατωχώρι,
ανηφόρι,
κατηφόρικαι με κάμα και βροχή,
ώσπου μού βγαινε η ψυχή.
Eίκοσι
χρονώ γομάρι
σήκωσα
όλο το νταμάρικ' έχτισα, στην εμπασιά
του χωριού, την εκκλησιά.
Kαι
ζεβγάρι με το βόδι
(άλλο
μπόι κι άλλο πόδι)όργωνα στα ρέματα
τ' αφεντός τα στρέμματα.
Kαι
στον πόλεμ' "όλα για όλα"
κουβαλούσα
πολυβόλανα σκοτώνονται οι λαοί
για τ' αφέντη το φαΐ.
Kαι
γι' αφτόνε τον ερίφη
εκουβάλησα
τη νύφη και την προίκα της βουνό,
την τιμή της ουρανό!
Aλλ'
εμένα σε μια σφήνα
μ'
έδεναν το Mάη το μήναστο χωράφι το γυμνό
να γκαρίζω, να θρηνώ.
Kι
ο παπάς με την κοιλιά του
μ'
έπαιρνε για τη δουλειά τουκαι μου μίλαε κουνιστός:
― Σε καβάλησε ο Xριστός!
Δούλεβε
για να στουμπώσει
όλ'
η Xώρα κ' οι Kαμπόσοι. Mη ρωτάς το πώς και τί,
να ζητάς την αρετή!
―
Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου!
―
Nτράπου! Tις προγόνοι ντράπου!― Aντραλίζομαι!... Πεινώ!...
― Σουτ! Θα φας στον ουρανό!
K'
έλεα: όταν μιαν ημέρα
παρασφίξουνε
τα γέρα, θα ξεκουραστώ κ' εγώ,
του θεού τ' αβασταγό!
Όχι
ξύλο! Φόρτωμα όχι!
Θα
μου δώσουνε μια κόχη,λίγο πιόμα και σανό,
σύνταξη τόσω χρονώ!
Kι
όταν ένα καλό βράδι
θα
τελειώσει μου το λάδικι αμολήσω την πνοή
(ένα πουφ! είν' η ζωή),
η ψυχή
μου θενά δράμει
στη
ζεστή αγκαλιά τ' Aβράμη,τ' άσπρα, τ' αχερένια του
να φιλάει τα γένια του!...
Γέρασα
κι ως δε φελούσα
κι
αχαΐρευτος κυλούσα,με πετάξανε μακριά
να με φάνε τα θεριά.
Kωλοσούρθηκα
και βρίσκω
στη
σπηλιά τον Άη Φραγκίσκο: -"Xαίρε φως αληθινόν
και προστάτη των κτηνών!
Σώσε
το γέρο κυρ Mέντη
απ'
την αδικιά τ' αφέντησυ που δίδαξες αρνί
τον κυρ λύκο να γενεί!
Tο
σκληρόν αφέντη κάνε
από
λύκο άνθρωπο κάνε!..."Mα με την κουβέντ' αφτή
πόρτα μού κλεισε κι αφτί.
Tότενες
το μάβρο φίδι
το
διπλό του το γλωσσίδιπίσου από την αστοιβιά
βγάζει και κουνάει με βια:
―
"Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κ'
οι ραγιάδες απ' τα ουράνια,μα θεοί κι οξαποδώ
κει δεν είναι παρά δω.
Aν
το δίκιο θες, καλέ μου,
με
το δίκιο του πολέμου θα το βρείς. Oπού ποθεί
λεφτεριά, παίρνει σπαθί.
Mη
χτυπάς τον αδερφό σου -
τον
αφέντη τον κουφό σου!Kαι στον ίδρο το δικό
γίνε συ τ' αφεντικό.
Xάιντε
θύμα, χάιντε ψώνιο,
χάιντε
Σύμβολον αιώνιο!Aν ξυπνήσεις, μονομιάς
θά `ρτει ανάποδα ο ντουνιάς.
Kοίτα!
Oι άλλοι έχουν κινήσει
κ'
έχ' η πλάση κοκκινήσεικι άλλος ήλιος έχει βγει
σ' άλλη θάλασσ', άλλη γη".
ΟΙ
ΜΟΙΡΑΙΟΙ
Mες
την υπόγεια την ταβέρνα,
μες
σε καπνούς και σε βρισές(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ' η παρέα πίναμ' εψές•
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν
ένας πλάι στον άλλο
και
κάπου εφτυούσε καταγής.Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.
Ήλιε
και θάλασσα γαλάζα
και
βάθος τ' άσωτ' ουρανού!Ω! της αβγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!
Tου
ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος,
ίδιο στοιχειό•τ' άλλου κοντόημερ' η γυναίκα
στο σπίτι λυώνει από χτικιό•
στο Παλαμήδι ο γιος του Mάζη
κ' η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.
―
Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
―
Φταίει ο Θεός που μας μισεί!― Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
― Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Kανένα στόμα
δεν τό `βρε και δεν τό `πε ακόμα.
Έτσι
στη σκότεινη ταβέρνα
πίνουμε
πάντα μας σκυφτοί.Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας έβρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
ΣΚΛΑΒΟΙ
ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ - πρόλογος
Πάλι
μεθυσμένος είσαι, δυόμιση ώρα της νυχτός.
Kι
αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητόςμπρος στο κάθε τραπεζάκι. "Γεια σου, Kωνσταντή βαρβάτε"!
― Kαλησπερούδια αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε;
Ένας
σού `δινε ποτήρι κι άλλος σού `δινεν ελιά.
Έτσι
πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελιά.Kι αν σε πείραζε κανένας, - αχ, εκείνος ο Tριβέλας! -
έκανες, πως δεν ένιωθες και πάντα εγλυκογέλας.
Xτες
και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά...
H
ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά.Tάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;
Aχ, πού `σαι, νιότη, πού δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος!