[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2022

Ε. Μ., 49 ετών

 
Κλείνει μέσα της μιαν ομίχλη ενώ απ' τ' αυτιά της πίσω βρίσκει
δρόμο και ακάθεκτο το σούρουπο κατεβαίνει.
 
Ύστερα γυρίζει στο σπίτι. Ανοίγει το μεγάλο δωμάτιο όπου
πράγματα περίεργα ενός απόκοσμου «άλλοτε» ενθύμια για να
αφήνει να μεγαλώνει η ερημιά της, μια μηχανή παλιά
ποδοκίνητη του ραψίματος για να αφήνει να μπαίνει μέσα της ο
μαύρος πλανόδιος τεχνίτης του χρόνου ο ομπρελάς, το μαύρο
πουλάκι ο θάνατος, μια μηχανή του ραψίματος, έχει.
 
Ενίοτε τρώει πρώτα, είτε, φορές φορές, θυμάται!
 
«Όλα σκόνη, τα πάντα, και στάχτη —ψελλίζει— όλα
σκόνη και στάχτη».
 
Στρώνει να κοιμηθεί ύστερα σιγά σιγά και «η ζωή
πέρασε, η ζωή χάθηκε —λέει— το σούρουπο έρχεται,
έφτασε και η νύχτα νά τη κατεβαίνει, τσακάλι που
έχασε λαγό μες στα στενά του δάσους».
 

Γιώργος Μαρκόπουλος, «Ε. Μ., 49 ετών» (ποίημα 14),
ενότητα «Διαβάσεις πεζών», ποιητική συλλογή Μη σκεπάζεις το ποτάμι, Αθήνα, εκδόσεις Κέδρος, 1998.

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2022

Μικρός θρήνος

 
Γράμματα που έγραψε στο βλέμμα τους η αγάπη
Όνειρα που κέντησαν στον ύπνο τους οι αράχνες
 
Ο θάνατος σαν ύφασμα σύρθηκε ανάμεσά τους
 
Έσβησαν έτσι τα λαμπρά τους μάτια σαν λυχνάρια
Το δέρμα τους που ήταν σφιχτό σαν το πανί στον άνεμο
Δεν νιώθει πια τη ζεστασιά που χύνουν τα κορμιά
 
Σαν ημερομηνίες τα ονόματά τους
 
Όμως καθώς χαμογελάς χαμογελούν ακόμα
Τα βήματά τους αντηχούν μέσα στα βήματά μας
Και στην καρδιά μας νιώθουμε το χτύπο της καρδιάς τους.
 
 
Νάνος Βαλαωρίτης, «Μικρός θρήνος», Κεντρική Στοά,
Αθήνα, ιδιωτική έκδοση, 1958.