[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2015

Νέοι της Σιδώνος, 1970


Kανονικά δεν πρέπει να 'χουμε παράπονο
Kαλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα,
Kορίτσια δροσερά – αρτιμελή αγόρια
Γεμάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και για τη δράση.
Kαλά, με νόημα και ζουμί και τα τραγούδια σας
Tόσο, μα τόσο ανθρώπινα, συγκινημένα,
Για τα παιδάκια που πεθαίνουν σ' άλλην Ήπειρο
Για ήρωες που σκοτωθήκαν σ' άλλα χρόνια,
Για επαναστάτες Mαύρους, Πράσινους, Kιτρινωπούς,
Για τον καημό του εν γένει πάσχοντος Aνθρώπου.
Iδιαιτέρως σάς τιμά τούτη η συμμετοχή
Στην προβληματική και στους αγώνες του καιρού μας
Δίνετε ένα άμεσο παρών και δραστικό – κατόπιν τούτου
Nομίζω δικαιούσθε με το παραπάνω
Δυο-δυο, τρεις-τρεις, να παίξετε, να ερωτευθείτε,
Kαι να ξεσκάσετε, αδελφέ, μετά από τόση κούραση.

(Mας γέρασαν προώρως Γιώργο, το κατάλαβες;).


 Μανόλης Αναγνωστάκης, «Νέοι της Σιδώνος, 1970», Ο στόχος, 1970.

Νέοι της Σιδώνος (400 μ.Χ.)


Ο ηθοποιός που έφεραν για να τους διασκεδάσει
απήγγειλε και μερικά επιγράμματα εκλεκτά.

Η αίθουσα άνοιγε στον κήπο επάνω·
κ’ είχε μιαν ελαφρά ευωδία ανθέων
που ενώνονταν με τα μυρωδικά
των πέντε αρωματισμένων Σιδωνίων νέων.

Διαβάσθηκαν Μελέαγρος, και Κριναγόρας, και Pιανός.
Μα σαν απήγγειλεν ο ηθοποιός,
«Aισχύλον Ευφορίωνος Aθηναίον τόδε κεύθει—»
(τονίζοντας ίσως υπέρ το δέον
το «αλκήν δ’ ευδόκιμον», το «Μαραθώνιον άλσος»),
πετάχθηκεν ευθύς ένα παιδί ζωηρό,
φανατικό για γράμματα, και φώναξε·

«A δεν μ’ αρέσει το τετράστιχον αυτό.
Εκφράσεις τοιούτου είδους μοιάζουν κάπως σαν λιποψυχίες.
Δώσε — κηρύττω — στο έργον σου όλην την δύναμί σου,
όλην την μέριμνα, και πάλι το έργον σου θυμήσου
μες στην δοκιμασίαν, ή όταν η ώρα σου πια γέρνει.
Έτσι από σένα περιμένω κι απαιτώ.
Κι όχι απ’ τον νου σου ολότελα να βγάλεις
της Τραγωδίας τον Λόγο τον λαμπρό —
τι Aγαμέμνονα, τι Προμηθέα θαυμαστό,
τι Ορέστου, τι Κασσάνδρας παρουσίες,
τι Επτά επί Θήβας — και για μνήμη σου να βάλεις
μ ό ν ο  που μες στων στρατιωτών τες τάξεις, τον σωρό
πολέμησες και συ τον Δάτι και τον Aρταφέρνη.»


Κ. Π. Καβάφης, «Νέοι της Σιδώνος (400 μ.Χ.)», 1920.

Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2015

Έτσι λοιπόν


     Έτσι λοιπόν κυλούσαν τα απογεύματα, λίγο με την κουβέντα λίγο με το πότισμα των λουλουδιών, πέρασαν βδομάδες, μήνες, χρόνια, μεγαλώσαμε σαν από θαύμα θαρρείς γιατί σαν θαύμα ακούγεται να προσεύχεσαι νυχθημερόν και να χορταίνεις την πίστη σου με όνειρα,
 
     ώσπου ήρθε η στιγμή που ξεχαστήκαμε, η θερμοκρασία των γεγονότων μάς ξεπέρασε, άρχισαν οι βεβαιότητες να φυλλορροούν μία μία, πρώτα οι παιδικές μας αφέλειες, ύστερα οι νεανικές επαναστάσεις – οι εχθροί είχαν μ’ έναν περίεργο τρόπο εξαφανιστεί,
 
     στο τέλος λαχανιασμένοι ωριμάσαμε με την μεγαλοπρέπεια μιας νίκης προσωπικής χρήσεως, γιατί στο κάτω της γραφής όλα εδώ πληρώνονται.

 
Βασίλης Τσιπάς, Καθ’ οδόν, ποιήματα, Αθήνα, 2015.

Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2015

Κραυγές της νύχτας


Κλείτος Κύρου (1921-2006)
Μιλώ με σπασμένη φωνή δεν εκλιπαρώ
Τον οίκτο σας μέσα μου μιλούν χιλιάδες στόματα
Που κάποτε φώναζαν οργισμένα στον ήλιο
Μια γενιά που έψελνε τα δικαιώματά της
Κουνώντας λάβαρα πανηγυριού σειώντας σπαθιά
Γράφοντας στίχους εξαίσιους μιας πρώτης νεότητας
Ποτίζοντας τα σπαρτά με περίσσιο αίμα
Μικρά παιδιά που αφέθηκαν στο έλεος τ' ουρανού

Η γενιά μου ήταν μια αστραπή που πνίγηκε
Η βροντή της η γενιά μου καταδιώχτηκε
Σα ληστής σύρθηκε στο συρματόπλεγμα
Μοίρασε σαν αντίδωρο τη ζωή και το θάνατο
Οι άνθρωποι της γενιάς μου δεν πεθαίναν
Στα νοσοκομεία κραυγάζαν έξαλλοι στα εκτελεστικά
Αποσπάσματα τα χέρια τους ήταν μαγνήτες
Τρώγαν πικρό ψωμί καπνίζαν φημερίδες
Ζητώντας ευλαβικά μια θέση σ' αυτή τη γη

Όπου κι αν στάθηκαν οι σκιές τους ριζώναν
Άδικα προσπαθείτε δε θα ξεριζωθούν ποτέ
Θα προβάλλουν μπροστά στα τρομαγμένα σας μάτια
Τώρα τα καταλάβαμε όλα καταλάβαμε
Τη δύναμή μας και για τούτο μιλώ
Με σπασμένη ψωνή που κλαίει
Κάθε φορά στη θύμησή τους


Κλείτος Κύρου, «Κραυγή δέκατη πέμπτη», Κραυγές της νύχτας, 1960.

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2015

Διαβάτη, δεν υπάρχει δρόμος


Πορτρέτο του ποιητή Αντόνιο Ματσάδο
(1875-1939) από τον Leandro Oroz, 1925.
Όλα περνούν κι όλα μένουν,
αλλά δικό μας είναι το να περνάμε,
να περνάμε κάνοντας δρόμους,
δρόμους πάνω στη θάλασσα.
Ποτέ δεν κυνήγησα τη δόξα,
ούτε ν’ αφήσω στη μνήμη
των ανθρώπων το τραγούδι μου.

Εγώ αγαπώ τους ανεπαίσθητους κόσμους,
τους αβαρείς και αβρούς,
σαν σαπουνόφουσκες.
Μ’ αρέσει να τους βλέπω να ζωγραφίζονται
από ήλιο και πορφύρα, να πετάνε
κάτω από τον γαλανό ουρανό, να πάλλουν
κι αμέσως να σπάνε.
Ποτέ δεν κυνήγησα τη δόξα.

Διαβάτη, τα ίχνη σου είναι
μόνο ο δρόμος και τίποτε άλλο.
Διαβάτη, δεν υπάρχει δρόμος,
ο δρόμος γίνεται βαδίζοντας.

Βαδίζοντας γίνεται ο δρόμος
και γυρίζοντας το βλέμμα πίσω
φαίνεται το μονοπάτι
που ποτέ δε θα ξαναπατήσεις.

Διαβάτη, δεν υπάρχει δρόμος,
μόνο απόνερα στη θάλασσα.
 

Antonio Machado, “Proverbios y cantares”, ΧΧΙΧ,  (μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης),
από την ποιητική συλλογή Campos de Castilla, 1912.