[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

Το ακατόρθωτο

Οι ποιητές Τάσος Λειβαδίτης και Γιάννης Ρίτσος, εξόριστοι στον Αϊ-Στράτη.

Άνθρωποι που δε γνώρισα ποτέ μού δώσαν το αίμα μου και τ’ όνομά μου,
στην ηλικία μου χιονίζει, χιονίζει αδιάκοπα
μια κίνηση πάντα σα να ‘θελα να προφυλαχτώ από ‘να χτύπημα
δίψασα για όλη τη ζωή, κι όμως την άφησα
για ν’ αρπαχτώ απ’ τα πελώρια αγκάθια της αιωνιότητας,
η σάρκα μου ένας επίδεσμος γύρω απ’ το αυριανό μου τίποτα
κανείς δεν μπορεί να με βοηθήσει στον πόνο μου
εκτός απ’ τον ίδιο μου τον πόνο – είμαι εδώ, ανάμεσά σας, κι ολομόναχος,
κ’ η ποίηση σα μια μεγάλη αλήθεια, που την ανακαλύπτεις ύστερ’ από χρόνια,
όταν δεν μπορεί να σου χρησιμέψει πια σε τίποτα.

Επάγγελμά μου: το ακατόρθωτο.

Τάσος Λειβαδίτης, «Αυτοβιογραφία», Ποιήματα (1958-1963), εκδ. Κέδρος, 1978.
(Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης, τεύχος 141, Σεπτέμβρης 1966).

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

Από μέρα σε μέρα


Οι ίδιες ταπεινώσεις πάλι σήμερα, τα ίδια λάθη, οι συμβιβασμοί,
το δουλικό χαμόγελο μπροστά σε κείνον που περιφρονείς,
το όρθιο μαχαίρι, που σφάζεις μέσα σου κι αυτόν και το χαμόγελό σου,
η μοναξιά, η μεταμέλεια, η οδυνηρή σου ανάγκη για μεγάλες πράξεις
που δεν έγιναν ποτέ, τα φαγωμένα σου τακούνια,
το ακαθόριστο αίσθημα μιας τρομερής σου αξίας, μιας δύναμης αφανέρωτης
που την κρύβεις μ’ επιμέλεια για τη μεγάλη ώρα, και μαζί η πικρή υποψία
πως δεν κρύβεις τίποτα, και πως εκείνη η μεγάλη ώρα δε θαρθεί ποτέ,
ή ακόμα πιο φριχτό, πως πέρασε χωρίς να την αναγνωρίσεις,
η κοπέλα του αντικρινού σπιτιού που τρέχει βιαστική στο ραντεβού της
χωρίς να σου ρίχνει ούτε ένα βλέμμα. Τα όνειρα, ά, τα όνειρα που όσο πιο ακατόρθωτα είναι
τόσο τους δίνεσαι με πιο μεγάλη λύσσα, οι αμαρτίες που φοβάσαι,
       οι αγνότητες που δεν μπορείς,
η σκέψη, πως, εκεί, νά, πίσω από τη γωνιά του δρόμου σε προσμένουν
όλα τα ενδεχόμενα, ενώ δε συναντάς παρά το ίδιο γαλακτοπωλείο –
την έμαθες τη ζωή σου, χρόνια τώρα.

Έτσι κάθε μέρα ξυπνάς με την πικρή αόριστη απόφαση: αν έπεφτα απ’ το παράθυρο;
Και κάθε βράδυ κοιμάσαι μ’ έναν θησαυρό: αυτήν την πολυσήμαντη αυριανή σου μέρα.

 
Τάσος Λειβαδίτης, «Από μέρα σε μέρα», Ποιήματα (1958-1963), εκδόσεις Κέδρος, 1978.

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

Κίνδυνος στην πόλη

Γιάννης Κοντός (1943-)

Απόψε δεν γράφονται ποιήματα.

Ο τρελός ξέφυγε μ’ ένα όπλο
και ρίχνει στο ψαχνό.
Όλα τον δείχνουν – αλλά
κανείς δεν βλέπει.

Τρέχω – τρέχουμε.
Σκοντάφτω στον εαυτό μου.

Ο ποιητής παριστάνει
το οπωροφόρο δέντρο για να
γλιτώσει τον ξυλοκόπο.


Γιάννης Κοντός, «Κίνδυνος στην πόλη», Τα απρόοπτα, εκδ. Κέδρος, 1975.

Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014

διά της λύπης

VIII

Δεν είχα κιμωλία να σχεδιάσω την ψυχή μου
με άλφιτα σημείωσα γραμμές και σχήματα μιας μοίρας
μα πέσαν τα πουλιά και τα 'φαγαν και σβήσαν
Μη με ρωτάς μετά πώς έχτισα το αδιέξοδό μου
και πώς πορεύτηκα και πού πλανήθηκα στους ίδιους μου
      τους δρόμους
πόσες φορές σκόνταψα πάνω μου
με το κεφάλι στην καρδιά μπηγμένο

Ψυχόπολη
με τα θαμμένα ποτάμια και τα γκρεμισμένα κάστρα
με τις πλατείες που αλλάζουν σχήμα σαν τον κόκκινο λεκέ στη μπλούζα
ψυχόπολη με τα στοιχειά με τις πυρές και τις αγχόνες
με το κλάμα που δαγκώνει τα μάνταλα στις πόρτες
γειτονιές επιτάφιοι με πόρνες ημερομηνίες στα παράθυρα
υπόγειοι σταθμοί με ερινύες κοπέλες
που τα χείλη τους έγιναν θρόισμα ξερόφυλλων εφημερίδων
νόμοι συνθήματα πραιτόρια φυλακές
νεκρόκηποι νεκρόκηποι νεκρόκηποι

Ανεξερεύνητο έγκλημα
εδώ περιπλανήθηκα
ανάμεσα στο φονιά και στους μελλοντικούς φονιάδες
φορώντας κατάσαρκα το μαύρο δίκιο μου
φτάνοντας από αγωνία σε αγωνία κι ως την υπέρτατη αγωνία του λογικού
με τη χειρωναξία του πνεύματος πασχίζοντας να ξαναβρώ
το αρχέτυπο σβησμένο σχέδιο
ώσπου με ξέκανε σε βρόμικα σοκάκια το τραγούδι...

μη ελπίσεις παρ' εμού ούτε στίχους ούτε άλλο τι∙
μόνον δια της λύπης είμαι εισέτι ποιητής *


Βύρων Λεοντάρης, Μόνον δια της λύπης…, Αθήνα, εκδ. Σημειώσεις, 1976
(επανέκδοση: Αθήνα, εκδ. Έρασμος, 2006).


* Από επιστολή του ποιητή Νίκου Γ. Καμπά (1857-1932), γραμμένη στην Αλεξάνδρεια (όπου υπηρετούσε ως δικαστής), στις 29 Σεπτέμβρη 1883, με παραλήπτη τον Κωστή Παλαμά (1859-1943) – ο οποίος τον προέτρεπε να εξακολουθήσει να γράφει ποίηση.