[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2020

Λίγη ντροπή

 

Στην αργατιά, στη χωρατιά το χιόνι, η γρίππη, η πείνα, οι λύκοι,

ποτάμια, πέλαγα, στεριές, ξολοθρεμός και φρίκη.

Χειμώνας άγριος. Κι η φωτιά, καλοκαιριά στην κάμαρά μου.

Ντρέπομαι για τη ζέστα μου και για την ανθρωπιά μου.

 

Κωστής Παλαμάς, Ο κύκλος των τετράστιχων (τετράστιχο 117), 1929.

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2020

Το φως που καίει

Μανόλης Πρατικάκης (1943-)
 

Εκείνοι που άναβαν φωτιές δε ζούνε πια·

άλλοι έπεσαν στα χαρακώματα, άλλοι γυρίσανε

στα σπίτια προδομένοι· οι πιο πολλοί με χωνεμένα πρόσωπα

σιωπηλοί, προσεκτικοί ή ευνούχοι.

Μένουν ακόμα οι στάχτες της φωτιάς μες στην ψυχή τους

κι οι γλάροι να φυτεύουν κύκλους στην πικρή ερημιά.

 

Μπορώ κάποτε να χαίρομαι τη μυστική ομορφιά σου

εκείνο που στα μάτια σου χαμογελά αγέρωχα στο φόβο.

Αυτό το φως που σε δείχνει, που σε σημαδεύει.

Αυτό το φως που γυρίζει μέσα σου, η δροσερή φωτιά

και δεν μπορεί να μείνει η σκέψη σου φτενή

μια πεθαμένη φλούδα βραδινής ομίχλης·

το βαθύ σου στόμα σιωπηλό μέσα στις γάζες

δεν είναι βολετό

μ’ αυτά τα φλογισμένα στάχυα που κρατάς

ακόμα και στον ύπνο σου να Υπάρξεις

σε μια απλή στιγμή δική σου,

μ’ αυτές τις κάννες που γυρεύουνε ολημερίς τα βήματά σου

μ’ αυτή την ιερή πρόκληση των χεριών σου.

Όταν τελειώνει το μελάνι

και βουτάς την πένα

στο χυμένο σου αίμα για να συνεχίσεις.

Όταν τελειώνει η γύρη της φωτιάς

και βάζεις ενέχυρο

το δικό σου θάνατο για να μη σβήσει.

 

Μανόλης Πρατικάκης, «Το φως που καίει», Ποίηση 1971-’74, εκδ. 70/Πλανήτης, 1974.

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

Επιτάφια επιγραφή

 

Πατέρα, άφησες να με πάρουνε στρατιώτη

Μάνα, εσύ δε μ' είχες κρύψει

Αδελφέ, μου 'δωσες λάθος συμβουλή

Αδελφή, δε με είχες ξυπνήσει!

 

Μπέρτολτ Μπρεχτ, «Επιτάφια επιγραφή απ’ τον πόλεμο του Χίτλερ» (1940), Ποιήματα, μετάφραση: Νάντια Βαλαβάνη, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1992.

Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2020

Ο κακός μαθητής

Jacques Prévert (1900-1977) 


Il dit non avec la tête

mais il dit oui avec le coeur

il dit oui à ce qu'il aime

il dit non au professeur

il est debout

on le questionne

et tous les problèmes sont posés

soudain le fou rire le prend

et il efface tout

les chiffres et les mots

les dates et les noms

les phrases et les pièges

et malgré les menaces du maître

sous les huées des enfants prodiges

avec des craies de toutes les couleurs

sur le tableau noir du malheur

il dessine le visage du bonheur

 

Jacques Prévert, «Le Cancre», Paroles (1946)

 

Λέει όχι με το κεφάλι

Μα λέει ναι με την καρδιά

Λέει ναι σε όσους αγαπάει

Λέει όχι στον καθηγητή

Είναι όρθιος

Τον ρωτούν

Και όλα τα προβλήματα έχουν δοθεί

Ξαφνικά τον πιάνουν ακατάσχετα γέλια

Και τα σβήνει όλα

Τα ψηφία και τις λέξεις

Τις ημερομηνίες και τα ονόματα

Τις φράσεις και τους γρίφους

Και παρά τις φοβέρες του καθηγητή

Κάτω από τα γιουχαΐσματα των καλών μαθητών

Με κιμωλίες όλων των χρωμάτων

Πάνω στον μαυροπίνακα της δυστυχίας

Ζωγραφίζει το πρόσωπο της ευτυχίας

 

Ζακ Πρεβέρ, «Ο κακός μαθητής», Κουβέντες, μτφρ. Μιχάλης Μεϊμάρης,

Αθήνα, εκδ. Καστανιώτη, 1994, σ. 57-58.

Τρίτη 21 Ιουλίου 2020

Αγαπάω



Ἀγαπάω τ᾿ ὅτι εἶνε θλιμμένο στὸν κόσμο.
Τὰ θολὰ τὰ ματάκια, τοὺς ἀρρώστους ἀνθρώπους,
τὰ ξερὰ γυμνὰ δέντρα καὶ τὰ ἔρημα πάρκα,
τὶς νεκρὲς πολιτεῖες, τοὺς τρισκότεινους τόπους.

Τοὺς σκυφτοὺς ὁδοιπόρους ποὺ μ᾿ ἕνα δισάκκι
γιὰ μιὰ πολιτεία μακρυνὴ ξεκινᾶνε,
τοὺς τυφλοὺς μουσικοὺς τῶν πολύβοων δρόμων,
τοὺς φτωχούς, τοὺς ἀλῆτες, αὐτοὺς ποὺ πεινᾶνε.

Τὰ χλωμὰ τὰ κορίτσια ποὺ πάντα προσμένουν
τὸν ἱππότην ποὺ εἶδαν μιὰ βραδυὰ στ᾿ ὄνειρό τους,
νὰ φανῇ ἀπ᾿ τὰ βάθη τοῦ ἀπέραντου δρόμου.
Τοὺς κοιμώμενους κύκνους πάνω στ᾿ ἀσπρόφτερό τους.

Τὰ καράβια ποὺ φεύγουν γιὰ καινούρια ταξίδια
καὶ δὲν ξέρουν καλὰ ἂν ποτὲ θἂρθουν πίσω
ἀγαπάω, καὶ θἂθελα μαζύ τους νὰ πάω
κι οὔτε πειὰ νὰ γυρίσω.

Ἀγαπάω τὶς κλαμμένες ὡραῖες γυναῖκες
ποὺ κυττᾶνε μακρυά, ποὺ κυττᾶνε θλιμμένα...
ἀγαπάω σὲ τοῦτον τὸν κόσμο ὅ,τι κλαίει
γιατὶ μοιάζει μ᾿ ἐμένα.


Νίκος Καββαδίας (1910-1975), «Αγαπάω», περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαιδείας του Παύλου Δρανδάκη, αρ. φύλλου 173, σελίδα 103, 10 Μαρτίου 1929. [Τηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτότυπου].

Τρίτη 30 Ιουνίου 2020

Λυπάμαι


Λυπάμαι που δεν έγραψα ποτέ
τα ωραία ποιήματα
που είμαι βέβαιος
ότι θα μπορούσα να γράψω.


Μάριος Μαρκίδης, [Λυπάμαι] – αρ. 25, Παρά ταύτα, Αθήνα, εκδόσεις Νεφέλη, 2001.

Κυριακή 24 Μαΐου 2020

Στίχος ενύπνιος


Ονειρεύτηκα πως έγραψα κάποτε ποιήματα
τίποτε όμως δεν θυμόμουν
εκτός από ένα στίχο μονάχα:
Ονειρεύτηκα πως έγραψα κάποτε ποιήματα.


Γιώργης Παυλόπουλος, «Στίχος ενύπνιος», Λίγος Άμμος, Αθήνα, εκδόσεις Νεφέλη, 1997.

Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

Πατρίδα μήτρα


Μανώλης Γλέζος (1922-2020)                                [Πηγή: Eurokinissi]

Κυκλάδα,
Σπείρα, σύμπλεγμα, πατρίδα μήτρα.
Στις παρυφές του φωτός σου,
σ’ όλες τις ακτογραμμές της ύπαρξης,
εκεί που μάχονται και φιλιώνουν
τα κύματα των ονείρων και των αισθήσεων,
άγγιξα την ύπαρξη της συνείδησης,
πήρα το νιώσμα τού είναι μου,
αισθάνθηκα να υπάρχω.


Μανώλης Γλέζος, «Πατρίδα μήτρα», Στα Κυκλαδονήσια
η αίσθηση στο φως στιχουργεί, εκδ. Gutenberg, 2015.

Σάββατο 21 Μαρτίου 2020

Ο ελεγκτής


Ένας μπαξές γεμάτος αίμα
                 είν’ ο ουρανός
και λίγο χιόνι
έσφιξα τα σκοινιά μου
πρέπει και πάλι να ελέγξω
τ’ αστέρια
εγώ
κληρονόμος πουλιών
πρέπει
έστω και με σπασμένα φτερά
να πετάω


Μίλτος Σαχτούρης, «Ο ελεγκτής», Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο, 1958.

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2020

Η γλυκυτάτη αβεβαιότης


Κική Δημουλά (1931-2020)

Τρισάγια κάθε τόσο
για να δοθεί η υπηκοότητα νεκρού
στον κεκοιμημένον δούλον σου.

Ύψιστε, τι εννοείς
άλλο νεκρός και άλλο δούλος.
Κι από πότε επιτρέπεται
να κοιμούνται έτσι βαθιά
ατιμώρητοι οι δούλοι.

Τον κεκοιμημένον δούλον σου.
Θε μου, αν απελευθερώνει ο θάνατος
όπως μας το υπόσχεται παρήγορη
η γλυκυτάτη αβεβαιότης, εσύ
γιατί τον θες ντε και καλά δουλέμπορο;

Τον κεκοιμημένον.
Περί ύπνου πρόκειται, Κύριε;
Μα του κολλάει ύπνος του νεκρού
έτσι εύκολα νυστάζει η απώλεια της ζωής;
Εδώ εμείς, δούλοι του απάνω κόσμου ακόμα
κι όμως ποιος κλείνει μάτι
αν δεν τον νανουρίσει όπως ξέρει
μόνο η γιαγιά του η βεβαιότης
με τη γλυκιά της ρόδινη αφύπνιση.

Κύριε, μήπως όταν ενέκρινες
αυτούς τους ανελέητους ανταγωνιστικούς ψαλμούς
ήσουν ακόμη άνθρωπος;


Κική Δημουλά, «Η γλυκυτάτη αβεβαιότης», Χαίρε ποτέ, Αθήνα, εκδόσεις Στιγμή, 1988.

Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2020

Ηλύσια


(Τόσο πολύ τα σώματα κουράστηκαν,
που ελύγισαν, εκόπηκαν στα δύο.)
Κι έφυγαν οι ψυχές, πατούνε μόνες των,
αργά, τη χλόη σαν ανοιχτό βιβλίο.

(Τα σώματα κυλούν χάμου, συσπείρονται
στρεβλωμένα.) Και φαίνονται στο βάθος,
τριαντάφυλλα κρατώντας, να πηγαίνουνε
με τ’ όνειρο οι ψυχές και με το πάθος.

(Χώμα στο χώμα γίνονται τα σώματα.)
Μα κείθε απ’ τον ορίζοντα, σαν ήλιοι
δύουν οι ψυχές, τον ουρανό που φόρεσαν,
ή σαν απλά χαμόγελα σε χείλη.


Κ. Γ. Καρυωτάκης, «Ηλύσια»*, Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

* Ηλύσια (Πεδία): ο επίγειος παράδεισος των αρχαίων, στη δυτική εσχατιά της γης, όπου οι ψυχές των ηρώων ζούσαν αθάνατη ζωή χωρίς λύπες και πόνους.


[Μνήμη Γιώργου Κοτανίδη]