[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012

Ταξίδι

Καλὸ ταξίδι, ἀλαργινὸ καράβι μου, στοῦ ἀπείρου
καὶ στῆς νυχτὸς τὴν ἀγκαλιά, μὲ τὰ χρυσά σου φῶτα!
Νά `μουν στὴν πλώρη σου ἤθελα, γιὰ νὰ κοιτάζω γύρου
σὲ λιτανεία νὰ περνοῦν τὰ ὀνείρατα τὰ πρῶτα.

Ἡ τρικυμία στὸ πέλαγος καὶ στὴ ζωὴ νὰ παύει,
μακριὰ μαζί σου φεύγοντας πέτρα νὰ ρίχνω πίσω,
νὰ μοῦ λικνίζεις τὴν αἰώνια θλίψη μου, καράβι,
δίχως νὰ ξέρω ποῦ μὲ πᾶς καὶ δίχως νὰ γυρίσω!


Κ. Γ. Καρυωτάκης, «Τελευταίο ταξίδι», Ελεγεία: πρώτη σειρά, 1927.

Χρόνος

Στην άμμο τα έργα στήνονται μεγάλα των ανθρώπων,
και σαν παιδάκι τα γκρεμίζει ο Χρόνος με το πόδι.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, «Φθορά», Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.


                                     ***

Αιων παις εστι παιζων, πεσσευων· παιδος η βασιληιη
 
Ηράκλειτος (540-480 π.Χ.), απόσπασμα 52.

Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012

Κατευόδιο

Γεώργιος Σουρής (1852-1919)
(από τον Γ. Σουρή, παραμονές Χριστουγέννων του 1884,
με την ευκαιρία των εορταστικών διακοπών της Βουλής) 

ΩΡΑ ΚΑΛΗ ΣΤΟΥΣ ΒΟΥΛΕΥΤΑΣ
ΟΠΟΥ ΜΑΣ ΦΕΥΓΟΥΝ ΚΑΤ’ ΑΥΤΑΣ

Τώρα που ξεκουμπίζεσθε, αγαπητοί πατέρες,
και πάτε στις πατρίδες σας να φάτε και να πιείτε,
μέσα σε τούτες της χαράς και του γλεντιού τις μέρες
και τους καλούς σας εκλογείς για λίγο θυμηθείτε,
που στέκουν θεονήστικοι με ανοικτό το στόμα
και νέο μάννα καρτερούν απ’ τ’ ουρανού το δώμα.

Ώρα καλή στην πρύμνη σας κι αέρα στα πανιά σας,
φάτε και πιείτε ξένοιαστοι στα πέντε Βιλαέτια,
φιλήστε τις γυναίκες σας με όλη την καρδιά σας
και ξεροκοκκαλίσετε τα τόσα σας ρουσφέτια.
Ανέφελη τριγύρω σας χαρά να βασιλεύει
και το καλό σας ριζικό για πάντα να δουλεύει.

Και πάλι νομοσχέδια εκάματε καινούργια,
και πάλι μας φουσκώσατε με τόση ρητορεία,
και πάλι μας φορτώσατε με φόρους σα γαϊδούρια,
και πάλι μας αφήνετε μες στου λουτρού τα κρύα.
Ώρα καλή στην πρύμνη σας κι αέρα στα πανιά σας,
χαρά σ’ εμάς τους εκλογείς, χαρά στην αφεντιά σας.

Από της Κυβερνήσεως εφεύγατε το κόμμα
και βιαστικοί σιμώνατε κοντά στο Δεληγιάννη,
αλλ’ όταν ένα κόκκαλο σας έριχναν στο στόμα,
γυρίζατε στον κύριο Τρικούπη μάνι-μάνι.
Και σούρτα-φέρτα απ’ εδώ κι εκείθε όλη μέρα,
και μ’ ένα γέλιο μοναχά αλλάζατε παντιέρα.

Και λέγαμε πως άφευκτα το Υπουργείο πέφτει,
πως άρχιζε του Θοδωρή το άστρον ανατέλλον,
κι ο κύριος Θεόδωρος εμπρός εις τον καθρέφτη
συχνάκις εκαμάρωνε ως Κυβερνήτης μέλλων.

Κι όπως ο λύκος χαίρεται μες στην ανεμοζάλη
εβλέπατε τη σύγχυση με μια κρυφή χαρά,
και τότε μόνο σκύβατε ως κάτω το κεφάλι,
οπόταν σας εστράβωνε η λάμψη του παρά.
Πωλούσατε την ψήφο σας αντί του αργυρίου
σαν πρόστυχοι ντελάληδες του Αναβρυτηρίου.

Εν μέσω της εξαφνικής του έθνους καταιγίδος
ετρέχατε να βγάλετε τα τόσα έξοδά σας,
και θέλατε με χρήματα μονάχα της πατρίδος
να πάρετε τις πίτες σας και τα χριστόψωμά σας.
Και ήρθε για την τύχη σας μες στις γιορτές η μπόρα
και βγάλατε τα έξοδα και όλα σας τα δώρα.

Ώρα καλή στην πρύμνη σας κι αέρα στα πανιά σας,
κι εκείνος που γεννήθηκε μέσα σ’ αλόγων σταύλο
είθε να είναι πάντοτε και νυν βοήθειά σας,
και να σας βγάλει δωρεάν του ταξιδιού το ναύλο.
Με το καλό ευχόμεθα στα σπίτια σας να πάτε
και πάλι να γυρίσετε τα ρέστα ν’ αποφάτε.

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012

Άμλετ

Η Σάρα Μπερνάρ στον ρόλο του Άμλετ
(φωτογραφία του James Lafayette, περ. 1885-1900).
   Καταστρέφεις τη νύχτα! (Πράξη Α΄, σκηνή 4)
   [...]  
   Το σχήμα του Άμλετ μού φαίνεται λιγότερο ακαθόριστο (ή δεν μπορεί παρά να είναι ακαθόριστο, αλλά με την έννοια που εξηγώ παρακάτω) από ό,τι πιστεύεται γενικά – και έχω επιφυλάξεις αν ο δισταγμός και η αμφιθυμία που το διασπούν μπορούν αναλυτικά να ερμηνευθούν με ψυχολογικούς, ή άλλους συμμετρικούς όρους, όπως έχει πολλές φορές επιχειρηθεί. Ο Άμλετ (έχει κατά κόρον ειπωθεί) μπορεί να είναι ένα έργο πολιτικό ή φιλοσοφικό ή ποιητικό ή όλα μαζί ή τίποτε από αυτά, πλήρες ή ατελές, συγκλονιστικό ή αποτυχημένο – όμως, σε καμιά περίπτωση δεν μπορούμε, όπως και να τον μεταχειρισθούμε, να αμελήσουμε αυτήν την ταραγμένη όσο και έντονα αισθητή σχέση του με το απόλυτο, που είπα πριν. Το κεντρικό, θαρρώ, ερώτημα του Άμλετ να ζεις ή να μη ζεις, που συμπυκνώνει (και θα έλεγα ακυρώνει, αναβάλλει) όλη του την αγωνία, υποκρύπτει ένα άλλο πιο θεμελιώδες, πολύ πιο αγωνιώδες – θα το ώριζα πρακτικό – ερώτημα: πώς να ζεις. Ό Άμλετ δεν έχει, δεν θα βρει ποτέ, τρόπο να ζήσει, από την έναρξη ως τη λήξη του δράματος, γιατί καμιά χρήση του κόσμου δεν είναι καλή. Είναι ίσως παράδοξο, αλλά ακριβώς η δυσαναλογία ή και απουσία της ελιοτικής «συστοιχίας» συνιστά την ίδια τη φυσιογνωμία του. Αναγκασμένος να ζήσει, καταναγκασμένος να πράξει, να περιορισθεί και να ορισθεί, γίνεται παράφορα δύστροπος, εκδικητικός προς όλες τις κατευθύνσεις – δεν εκδικείται τον φόνο του πατέρα του, εκδικείται την μοίρα του να υπάρχει, και να υπάρχει έτσι· εκδικείται την ίδια την ανάγκη να εκδικηθεί. Όλη του η διαδρομή, όλο το φέρσιμό του είναι ένα συνεχές ανοιγοκλείσιμο, ένα αδιάκοπο πήγαινε-έλα ανάμεσα στο κενό και στον ανούσιο κόσμο. Έχοντας από πολύ νωρίς συλλάβει ότι το πράττειν κατά κανένα τρόπο δεν αντιστοιχεί στο πράττεσθαι, εκτινάσσεται και διαλύεται στο χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στο είναι και στο φαίνεσθαι, παραιτούμενος εξαρχής από αυτό το τελευταίο. Μια φευγαλέα αίσθηση ευφορίας τον αγγίζει όταν ερωτεύεται την Οφηλία ή όταν συναντά τους ηθοποιούς – αισθάνεται συμπάθεια, σχεδόν τρυφερότητα γι΄αυτούς: κι εκείνοι, όπως κι αυτός, αναπαριστούν και παριστούν, και μάλιστα εκείνοι ασύγκριτα καλλίτερα από αυτόν. Ο ίδιος καταφεύγει συχνά στην τρέλα, σ΄αυτή την δραματική υποκρισία ζωής. Μπορεί ακόμη κανείς να σκεφθεί πως, ως επεισόδιο ζωής, το γεγονός της δολοφονίας του πατέρα του σε τίποτε δεν διαφέρει από την αναπαράστασή του από τους ηθοποιούς.

   Δεν με απασχόλησε ποτέ να είναι ο Άμλετ «σύγχρονος»· με απασχολεί όμως να είναι παρών. Θα ήταν κρίμα, ο οξύς αυτός λόγος του Άμλετ – που  έχεις την αίσθηση ότι, κυριολεκτικά, διαπερνά τον χρόνο, διαπερνά την ίδια του την γλώσσα (αυτήν την αμετάφραστη γοητεία των αγγλικών λέξεων του Σαίξπηρ), διαπερνά σχίζοντας ακόμα και το θεατρικό δρώμενο – να σκορπίζει μέσα στον βόμβο μιας εποχικής, μάλλον, περίτεχνης ομιλίας, παρόλο που έστω και μ΄αυτόν εξακολουθεί πάντα να είναι διαπεραστικός και να υπερισχύει. Όμως ο Άμλετ παρών που εννοώ, θα μιλάει, όπως σήμερα, που ο λόγος έχει γίνει σπάνιος, μπορεί να μιλήσει. Η οποιαδήποτε,  λοιπόν, ελευθερία μου στην απόδοσή του αποσκοπεί στην έκθλιψη της περιστροφής και στην σφιχτή απλότητα της ειδικής εκείνης έμφασης, που ενυπάρχει στον φύσει κραυγαλέο δραματικό λόγο. Κατά τα άλλα, προσπάθησα να συντηρήσω τον παλαιικό ευγενικό λυρισμό του κειμένου. Ακόμα, στην μεταγραφή αυτή, πρέπει να πω, δεν είναι τόσο η εργώδης ανάγνωση του πρωτότυπου, των δύο γαλλικών και των πολλών ελληνικών μεταφράσεων, όσων εγώ γνωρίζω, που καθορίζουν τη μορφή της, όσο τα θραύσματα, οι εικόνες, οι εικαστικές αισθήσεις που κράτησα από το θέατρο και τον κινηματογράφο, είναι περισσότερο οι Άμλετ που είδα, και είδα πολλούς. Την ψυχολογία της δικής μου συνάντησης μ΄αυτόν τον Δανό – την αποσιωπώ, δεν ενδιαφέρει κανέναν. Ωστόσο, θυμίζοντας αυτό το αλλόκοτο παιχνίδι που είπα στην αρχή, για τα εξόριστα πλάσματα της λογοτεχνίας – πώς αναγνωρίζονται από μακριά το ένα με το άλλο, θέλω να σημειώσω ότι η φράση του Άμλετ «τίποτα από μένα δεν φαίνεται», είναι η τελεσίδικη φράση που διατρέχει ολόκληρο το «Μυθιστόρημα», ο υπόκωφος μονόλογος του Τ. 

Ιούλιος 1986 – Ιούλιος 1987 – Ιανουάριος 1988
 
Γιώργος Χειμωνάς, «Το πρόσχημα και το σχήμα» (προλογικό σημείωμα στη δική του μετάφραση του «Άμλετ», Κέδρος, 1988) – απόσπασμα: οι τελευταίες παράγραφοι.

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012

Να ζεις

W. Shakespeare (1564?-1616)
ΑΜΛΕΤ:

Να ζεις. Να μη ζεις. Αυτή είναι η ερώτηση.
Τι συμφέρει στον άνθρωπο
Να πάσχει     να αντέχει σωπαίνοντας τις πληγές
από μια μοίρα που τον ταπεινώνει χωρίς κανένα έλεος
Ή να επαναστατεί. Να αντισταθεί
στην ατέλειωτη παλίρροια των λυπημένων κόπων
Να πεθάνεις. Να κοιμηθείς. Αυτό είναι όλο
Να κοιμηθείς και να κοιμηθούν
όλοι οι πόνοι που από αυτούς είσαι πλασμένος
Να μη ξυπνήσουν πια ποτέ. Αυτόν τον ύπνο
να εύχεσαι για σένα. Να πεθάνεις. Να κοιμηθείς
Κι αν στον ύπνο σου έρθει ένα όνειρο;
Τι θα είναι αυτό το όνειρο; Μετά τον αιώνα του σώματος
ποιος ύπνος αναλαμβάνει τα όνειρα; Πώς ονειρεύεται
ο θάνατος; Σε πιάνει φόβος     αργείς
Και ζεις. Και η πανωλεθρία διαρκεί ζώντας
από την ζωή σου. Τελείωσε τον κόσμο εσύ
Τέλειωσε την ζωή σου. Αυτήν την στιγμή. Τώρα. Μ’ ένα μαχαίρι


Ποιος προτιμάει να ζει ρημάζοντας μέσα στον χρόνο
Να τον αδικεί ο ισχυρός να τον συντρίβει ο επηρμένος
να ερωτεύεται να εκλιπαρεί τον αδιάφορο να ανέχεται
την ύβρι της εξουσίας τη νύστα του νόμου
Να νικά ο ανάξιος τον άξιο. Που η αξία του η ίδια
τον έχει από πριν νικήσει. Ποιος θα άντεχε
να κουβαλάει το ασήκωτο βάρος της ζωής να σέρνεται
να ερημώνει      να στραγγίζει ιδρώτας η ψυχή του
αν δεν ήταν ο τρόμος. Γι’ αυτό που στέκεται εκεί
Εκεί που αρχίζει ο θάνατος. Σ’ αυτήν την άγνωστη γη
που σε κανέναν ορίζοντα μακριά κανείς. Ποτέ δεν είδε
Κι εκείνοι που ξεκίνησαν και φύγαν      ποτέ
δεν ξαναφάνηκαν στην πύλη. Ο φόβος
ταράζει την θέληση και θέλεις
να είναι ο εχθρός σου γνώριμος παρά να δεις
να έρχεται καταπάνω σου το αγνώριστο. Η συνείδηση
μας κάνει όλους δειλούς. Η φύση δεν της έδωσε
μια λειτουργία θανάτου      δεν έχει όργανο για το άγνωστο
Άστραψε η απόφαση κι αμέσως την σβήνει την θαμπώνει
η υγρασία της σκέψης. Και τα έργα τα μεγάλα
που γι’ αυτά γεννήθηκες. Μονάχα γι’ αυτά γεννήθηκες
δεν τα τολμάς. Θρύβουν      χάνονται
Ποτέ δεν θα ονομασθούν πράξεις


Η Οφηλία
- Νύμφη. Όταν προσεύχεσαι στους θεούς μη με ξεχνάς
Να δέεσαι και για τις αμαρτίες μου
 
Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Άμλετ, πρίγκιπας της Δανίας (1600-1601), πράξη Γ΄, σκηνή 1,
μετάφραση Γιώργου Χειμωνά, εκδόσεις Κέδρος, 11988.