[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019

Ανεμολόγιο



Έβγαλε βρώμα η Ιστορία ότι ξοφλήσαμε
είμαστε λέει το παρατράγουδο στα ωραία άσματα
και επιτέλους σκασμός οι ρήτορες πολύ μιλήσαμε
στο εξής θα παίζουμε σ' αυτό το θίασο μόνο ως φαντάσματα

Κάτω οι σημαίες στις λεωφόρους που παρελάσαμε
άλλαξαν λέει τ' ανεμολόγια και οι ορίζοντες
μας κάνουν χάρη που μας ανέχονται και που γελάσαμε
τώρα δημόσια θα ‘χουν μικρόφωνο μόνο οι γνωρίζοντες

Βγήκαν δελτία και επισήμως ανακοινώθηκε
είμαστε λάθος μες στο κεφάλαιο του λάθος λήμματος
ο σάπιος κόσμος εκεί που σάπιζε ξανατονώθηκε
κι οι εξεγέρσεις μας είναι εν γένει εκτός του κλίματος

Δήλωσε η τσούλα η Ιστορία ότι γεράσαμε
τις εμμονές μας περισυλλέγουνε τα σκουπιδιάρικα
όνειρα ξένα ράκη αλλότρια ζητωκραυγάσαμε
και τώρα εισπράττουμε απ' την εξέδρα μας βροχή δεκάρικα

Ξέσκισε η πόρνη η Ιστορία αρχαία οράματα
τώρα για σέρβις μάς ξαποστέλνει και για χαμόμηλο
την παρθενιά της επανορθώσαμε σφιχτά με ράμματα
την κουβαλήσαμε και μας κουβάλησε στον ανεμόμυλο.

Κώστας Τριπολίτης, «Ανεμολόγιο», από τον κύκλο τραγουδιών Συγνώμη για την άμυνα (1992), σε μουσική του Θάνου Μικρούτσικου.

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2019

Ο πιλότος Νάγκελ



[Στη μνήμη των «πιλότων» που φύγανε – για το μεγάλο τους ταξίδι μέσα στον χρόνο].

                                                    Στὸν ποιητὴ Ν. Ράντο

Ὁ Νάγκελ Χάρμπορ, Νορβηγὸς πιλότος στὸ Κολόμπο,
ἅμα ἔδινε κανονικὴ πορεία στὰ καράβια
ποὺ φεῦγαν γιὰ τοὺς ἄγνωστους καὶ μακρινοὺς λιμένες,
κατέβαινε στὴ βάρκα του βαρύς, συλλογισμένος,
μὲ τὰ χοντρὰ τὰ χέρια του στὸ στῆθος σταυρωμένα,
καπνίζοντας ἕνα παλιὸ χωμάτινο τσιμπούκι,
καὶ σὲ μιὰ γλώσσα βορινὴ σιγὰ μονολογώντας
ἔφευγε μόλις χάνονταν ὁλότελα τὰ πλοῖα.

Ὁ Νάγκελ Χάρμπορ, πλοίαρχος σὲ φορτηγὰ καράβια,
ἀφοῦ τὸν κόσμο γύρισεν ὁλόκληρο, μιὰ μέρα
κουράστηκε κι ἀπόμεινε πιλότος στὸ Κολόμπο.
Μὰ πάντα συλλογίζονταν τὴ μακρινή του χώρα
καὶ τὰ νησιὰ πού 'ναι γεμάτα θρύλους, τὰ Λοφοῦτεν.
Ὅμως μιὰ μέρα ἐπέθανε στὴν πιλοτίνα μέσα
ξάφνου σὰν ξεπροβόδισεν τὸ Steamer Tank «Fjord Folden»
ὅπου ἔφευγε καπνίζοντας γιὰ τὰ νησιὰ Λοφοῦτεν...


Νίκος Καββαδίας, «Ο πιλότος Νάγκελ», Μαραμπού, 1933.

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2019

Πάνω σ' έναν ξένο στίχο



Στην Έλλη, Χριστούγεννα 1931


Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι τού Οδυσσέα.*
Ευτυχισμένος αν στο ξεκίνημα, ένιωθε γερή την αρματωσιά
       μιας αγάπης, απλωμένη μέσα στο κορμί του,
       σαν τις φλέβες όπου βουίζει το αίμα.

Μιας αγάπης με ακατέλυτο ρυθμό, ακατανίκητης σαν τη
       μουσική και παντοτινής
γιατί γεννήθηκε όταν γεννηθήκαμε και σαν πεθαίνουμε,
       αν πεθαίνει, δεν το ξέρουμε ούτε εμείς ούτε άλλος
       κανείς.

Παρακαλώ το θεό να με συντρέξει να πω, σε μια στιγμή
       μεγάλης ευδαιμονίας, ποιά είναι αυτή η αγάπη·
κάθομαι κάποτε τριγυρισμένος από την ξενιτιά, κι ακούω
       το μακρινό βούισμά της, σαν τον αχό της θάλασσας
       που έσμιξε με το ανεξήγητο δρολάπι.

Και παρουσιάζεται μπροστά μου, πάλι και πάλι, το φάντασμα
       του Οδυσσέα, με μάτια κοκκινισμένα από του
       κυμάτου την αρμύρα
κι από το μεστωμένο πόθο να ξαναδεί τον καπνό που
       βγαίνει από τη ζεστασιά του σπιτιού του ** και το σκυλί
       του που γέρασε προσμένοντας στη θύρα.

Στέκεται μεγάλος, ψιθυρίζοντας ανάμεσα στ’ ασπρισμένα του
       γένια, λόγια της γλώσσας μας, όπως τη μιλούσαν
       πριν τρεις χιλιάδες χρόνια.
Απλώνει μια παλάμη ροζιασμένη από τα σκοινιά και το
       δοιάκι, με δέρμα δουλεμένο από το ξεροβόρι, από την
       κάψα κι από τα χιόνια.

Θα ’λεγες πως θέλει να διώξει τον υπεράνθρωπο Κύκλωπα
       που βλέπει μ’ ένα μάτι, τις Σειρήνες που σαν τις ακούσεις
       ξεχνάς, τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη απ’ ανάμεσό μας·
τόσα περίπλοκα τέρατα, που δε μας αφήνουν να στοχαστούμε
       πως ήταν κι αυτός ένας άνθρωπος που πάλεψε
       μέσα στον κόσμο, με την ψυχή και με το σώμα.

Είναι ο μεγάλος Οδυσσέας· εκείνος που είπε να γίνει το
       ξύλινο άλογο και οι Αχαιοί κερδίσανε την Τροία.
Φαντάζομαι πως έρχεται να μ’ αρμηνέψει πώς να φτιάξω
       κι εγώ ένα ξύλινο άλογο για να κερδίσω τη δική μου
       Τροία.

Γιατί μιλά ταπεινά και με γαλήνη, χωρίς προσπάθεια,
       λες με γνωρίζει σαν πατέρας
είτε σαν κάτι γέρους θαλασσινούς, που ακουμπισμένοι στα
       δίχτυα τους, την ώρα που χειμώνιαζε και θύμωνε ο αγέρας,

μου λέγανε, στα παιδικά μου χρόνια, το τραγούδι τού
       Ερωτόκριτου, με τα δάκρυα στα μάτια·
τότες που τρόμαζα μέσα στον ύπνο μου ακούγοντας την
       αντίδικη μοίρα της Αρετής να κατεβαίνει τα μαρμαρένια
       σκαλοπάτια.

Μου λέει το δύσκολο πόνο να νιώθεις τα πανιά του καραβιού σου
       φουσκωμένα από τη θύμηση και την ψυχή σου
       να γίνεται τιμόνι.
Και να ’σαι μόνος, σκοτεινός μέσα στη νύχτα και ακυβέρνητος
       σαν τ’ άχερο στ’ αλώνι.

Την πίκρα να βλέπεις τους συντρόφους σου καταποντισμένους
       μέσα στα στοιχεία, σκορπισμένους: έναν-έναν.
Και πόσο παράξενα αντρειεύεσαι μιλώντας με τους πεθαμένους,
       όταν δε φτάνουν πια οι ζωντανοί που σου
       απομέναν.

Μιλά… βλέπω ακόμη τα χέρια του που ξέραν να δοκιμάσουν
       αν ήταν καλά σκαλισμένη στην πλώρη η γοργόνα
να μου χαρίζουν την ακύμαντη γαλάζια θάλασσα μέσα
       στην καρδιά του χειμώνα.


Γιώργος Σεφέρης, «Πάνω σ’ έναν ξένο στίχο». Το ποίημα γράφτηκε το 1931 στο Λονδίνο, πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η Σεπτεμβρίου 1932 και εντάχθηκε στην ποιητική συλλογή Τετράδιο Γυμνασμάτων (1928-1937)
- α’ έκδοση: Μάιος 1940. 

* Παραλλαγή του πρώτου στίχου του σονέτου «Το ωραίο ταξίδι» του Γάλλου ποιητή, κριτικού και ιδρυτικού μέλους της “La Pléiade” Joachim du Bellay (1522-1560), από την ποιητική συλλογή Les Regrets (γραμμένη στη Ρώμη από το 1553 έως το 1557, α’ έκδοση: Παρίσι 1558):
Heureux qui, comme Ulysse, a fait un beau voyage
(=Ευτυχισμένος όποιος, σαν τον Οδυσσέα, έκανε ένα όμορφο ταξίδι)

** Πβ. Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία α, στίχοι 57-59:
κι εκείνος λαχταρώντας και μονάχα καπνό απ' τον τόπο του να δει ν' ανηφορίζει, ανέλπιδος ποθεί το θάνατο.
(Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης - Iωάννης Κακριδής).

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2019

Δεν έχω τίποτα


Γιώργος Βέλτσος (1944-)

Δεν έχω τίποτα
Τίποτα δεν μπορώ να έχω
παρά το ξένο σώμα
που ήταν το σώμα μου
Τα φλογερά φιλιά
που έγιναν παρηγοριά εωθινών ονείρων
Είμαι η Ηλέκτρα
—στάχτες γεμίζουν τα μαλλιά μου—
Είμαι ο Ορέστης
—τα μάτια μου προσηλώνονται στο φόνο—
Δεν είμαι τίποτα
Τίποτα δεν μπορώ να είμαι
Ακατάστατα τα υπάρχοντά μου
Ικέτης
ιμάτια διαμερισμένα εδώ κι εκεί
Τα πρόσωπα είμαι όλα του εαυτού μου
Εγκατεστημένος εφεξής
στην άκρη ενός μπικ
όσο μου το επιτρέπει η μπίλια
σε μια κόλλα κυλιέμαι διπλωμένος
εξευτελίζομαι συρρικνωμένος
στα είκοσι επί δέκα εκατοστά
σμίκρυνση υπό κλίμακα του δέματός μου

Δεν έχω άλλη επιλογή
όπως δεν έχει κι η καρδιά
Αντλεί σε κλειστό κύκλωμα το ίδιο αίμα
αλλά δεν είμαι η καρδιά αυτή
είμαι το αίμα

Γιώργος Βέλτσος, [Δεν έχω τίποτα], Ο απάνθρωπος, Αθήνα, εκδόσεις Ίνδικτος, 2003.

Η μικρή



       "Κασσάνδρα τα μάτια σου λες κι είναι από τίγρεις
        φως δεν περνάει μέσα τους"
                           Ezra Pound, Canto LXXVIII (μτφρ. Αντώνης Ζέρβας)

Δεν αναγράφουν, γράφουνε
τα μάτια σου στα μάτια μου, Κασσάνδρα
Κι εσένα βλέπω
συντρίμμι έκτακτο
Και σε ζητώ
στο βάθος του ματιού μου
βλέπω από σένα αίματα
κόρη μου
ανόσια δική μου
Μα δες και συ, ο αιχμάλωτός σου αντέχει
κοίτα με, υστερικό παιδί
ήμουν ο δυστυχέστερος σφαγεύς
την κόρη που έδωσα
και πήρα
τη σέρνω τώρα στα λουτρά
όπου εκπνέω
κατά το πώς το σωματάκι σου γυμνό
υπαγορεύει

Αρχίζω τώρα
πρέσβειρα του Απόλλωνα, κοντή
από το προβλεπόμενο μηδέν κινώ
κι αρχίζω, όπου κατέληξα
όπου μια σελήνη-κέρατο τρυπάει το Άργος
ενώ εσύ θρηνείς

       εμός Απόλλων
       χάνομαι, απόλλυμαι
       σε σπίτι θεομίσητο
       ανδρός σφαγείον
       διότι αν και ασιατικό θεριό
       μιλώ ελληνικά
       είμαι η μικρή που σας καταλαβαίνει

Κασσάνδρα μου, πώς
και πώς στο θάνατο δίκην βοός
σε σπρώχνει ο θεός
αφού εγώ σε σπρώχνω
ο υπερφίαλος εγώ
με σκεβρωμένες κνήμες
ανέστιος στον οίκο μου
απασχολώ αδιάθετος τις Ερινύες.

Γιώργος Βέλτσος, «Η μικρή», Έκθεση προόδου, Αθήνα, εκδόσεις Ίνδικτος, 1998.

Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2019

Μνήμη της θάλασσας



Κοντά σε τούτες τις πέτρες
μαύρες μέσα στο φως·
κοντά στη φωνή του που χανόταν
μέσα στη δική μας
ή την ακούγαμε βαθύτερη
γεμάτη τρόμο
σαν να ξαναγύριζε από ξεροπήγαδο·
πλάι σε κείνον που πέθαινε
και σε μας που υπομέναμε
τη θλίψη του αποχωρισμού
τον πόνο του θανάτου
κι ο ίδιος ίσκιος παντού
αλλά δροσιά πουθενά
ν’ ακουμπήσουμε·
σε τούτους τους αδυσώπητους άμμους
θυμήθηκα τη θάλασσα
– όχι το πέλαγο με τα καράβια
τυραγνισμένο από τις έγνοιες μας –
θυμήθηκα τη θάλασσα
ν’ ανθίζει στο παράθυρό μας
και ξαφνικά
στη λάμψη του μεσημεριού
να σκοτεινιάζει.

Γιώργης Παυλόπουλος, «Μνήμη της θάλασσας», Το κατώγι, Αθήνα, εκδ. Ερμής, 1971.

Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2019

Ο ποιητής




Marc Chagall (1887-1985), Trois heures et demie (Le poète), 1911, ελαιογραφία, Philadelphia Museum of Art, The Louise and Walter Arensberg Collection, 1950.

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2019

Η ζωή του μετά θάνατον


Νάνος Βαλαωρίτης (1921-2019), φωτ. Γ Φαλκώνης.

Θα συνεχίσω άραγες να γράφω και μετά θάνατον;
   Έχω γράψει σε ώρα τροπικής θύελλας τις παραμονές του τέλους κι όταν το πλοίο βυθιζόταν τραγούδησα στο κατάστρωμα κι όταν γκρεμίζονταν οι πυλώνες του ναού, έκρουσα τις φωνητικές μου χορδές με την τελευταία μου πνοή… Έγραψα σε ώρες συσκότισης λόγω διακοπής ρεύματος, σε ώρα ψυχικού κλονισμού, παγιδευμένος κάτω από χαλάσματα χωρίς αέρα και αντικρίζοντας εκτελεστικά αποσπάσματα δικτατοριών. Έγραψα ακούγοντας εκκωφαντικές συναυλίες σκληρού ροκ και στο κρεβάτι μου όταν κοιμόμουνα: τώρα χρειάζομαι μόνο χαρτί και καλαμάρι και θα συνεχίσω να γράφω στον αιώνα τον άπαντα.
   Μα πού θα βρω χαρτί και καλαμάρι στον τάφο;
   Χμ, δεν το ‘χα σκεφτεί αυτό. Θα πρέπει να τα παραγγείλω εγκαίρως από πριν. Και σε μεγάλες ποσότητες. Μα τι θα κάνω αν σαπίσει;
   Τότε θα πρέπει να γράψω με πνευματική πένα, σε πνευματικό χαρτί. Ή ακόμα καλύτερα θα υπαγορέψω σε κάποιο συγγραφέα που ζει στοιχειώνοντάς τον αφού πεθάνω. Έτσι άλλωστε ο τυφλός Μίλτωνας δεν υπαγόρευε στην κόρη του κάθε μέρα τη συνέχεια του Απολεσθέντος Παραδείσου, όπως την είχε σκεφτεί την προηγούμενη νύχτα [;…]

Νάνος Βαλαωρίτης, Η ζωή μου μετά θάνατον εγγυημένη (απόσπασμα, σσ. 132-133), Αθήνα, εκδόσεις Νεφέλη, 1993.

Σάββατο 31 Αυγούστου 2019

Τείχη



Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.


Κ. Π. Καβάφης, «Τείχη», 1897.

Τρίτη 9 Ιουλίου 2019

Αλεξανδρινοί βασιλείς



Μαζεύθηκαν οι Aλεξανδρινοί
να δουν της Κλεοπάτρας τα παιδιά,
τον Καισαρίωνα, και τα μικρά του αδέρφια,
Aλέξανδρο και Πτολεμαίο, που πρώτη
φορά τα βγάζαν έξω στο Γυμνάσιο,
εκεί να τα κηρύξουν βασιλείς,
μες στη λαμπρή παράταξι των στρατιωτών.

Ο Aλέξανδρος — τον είπαν βασιλέα
της Aρμενίας, της Μηδίας, και των Πάρθων.
Ο Πτολεμαίος — τον είπαν βασιλέα
της Κιλικίας, της Συρίας, και της Φοινίκης.
Ο Καισαρίων στέκονταν πιο εμπροστά,
ντυμένος σε μετάξι τριανταφυλλί,
στο στήθος του ανθοδέσμη από υακίνθους,
η ζώνη του διπλή σειρά σαπφείρων κι αμεθύστων,
δεμένα τα ποδήματά του μ’ άσπρες
κορδέλλες κεντημένες με ροδόχροα μαργαριτάρια.
Aυτόν τον είπαν πιότερο από τους μικρούς,
αυτόν τον είπαν Βασιλέα των Βασιλέων.

Οι Aλεξανδρινοί ένοιωθαν βέβαια
που ήσαν λόγια αυτά και θεατρικά.

Aλλά η μέρα ήτανε ζεστή και ποιητική,
ο ουρανός ένα γαλάζιο ανοιχτό,
το Aλεξανδρινό Γυμνάσιον ένα
θριαμβικό κατόρθωμα της τέχνης,
των αυλικών η πολυτέλεια έκτακτη,
ο Καισαρίων όλο χάρις κι εμορφιά
(της Κλεοπάτρας υιός, αίμα των Λαγιδών)·
κ’ οι Aλεξανδρινοί έτρεχαν πια στην εορτή,
κ’ ενθουσιάζονταν, κ’ επευφημούσαν
ελληνικά, κ’ αιγυπτιακά, και ποιοι εβραίικα,
γοητευμένοι με τ’ ωραίο θέαμα —
μ’ όλο που βέβαια ήξευραν τι άξιζαν αυτά,
τι κούφια λόγια ήσανε αυτές η βασιλείες.


Κ. Π. Καβάφης, «Αλεξανδρινοί βασιλείς», 1912.

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2019

Για τη ζωή



Nâzim Hikmet Ran (1902-1963)

Η ζωή δεν είναι παίξε-γέλασε
Πρέπει να τηνε πάρεις σοβαρά,
           Όπως, να πούμε, κάνει ο σκίουρος,
Δίχως απ’ όξω ή από πέρα να προσμένεις τίποτα.
Δε θα ‘χεις άλλο πάρεξ μοναχά να ζεις.

Η ζωή δεν είναι παίξε-γέλασε
Πρέπει να τηνε πάρεις σοβαρά
Τόσο μα τόσο σοβαρά
Που έτσι, να πούμε, ακουμπισμένος σ’ έναν τοίχο με τα χέρια σου δεμένα
Ή μέσα στ’ αργαστήρι
            Με λευκή μπλούζα και μεγάλα ματογυάλια
Θε να πεθάνεις για να ζήσουνε οι ανθρώποι,
Οι ανθρώποι που ποτέ δε θα ‘χεις δει το πρόσωπό τους
Και θα πεθάνεις ξέροντας καλά
Πως τίποτα πιο ωραίο, πως τίποτα πιο αληθινό απ’ τη ζωή δεν είναι.

Πρέπει να τηνε πάρεις σοβαρά
Τόσο μα τόσο σοβαρά
Που θα φυτεύεις, σα να πούμε, ελιές ακόμα στα εβδομήντα σου
Όχι καθόλου για να μείνουν στα παιδιά σου
Μα έτσι γιατί το θάνατο δε θα τονε πιστεύεις
                                        Όσο κι αν τον φοβάσαι
Μα έτσι γιατί η ζωή θε να βαραίνει πιότερο στην πλάστιγγα.


Nâzim Hikmet Ran, «Για τη ζωή» (1948),
απόδοση: Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα, εκδόσεις Κέδρος, 1966.

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2019

Η Κλεοπάτρα, η Σεμίραμις, η Θεοδώρα...


Αλέξανδρος Μπάρας (1906-1990)

Ένα κάθε βδομάδα,
στην ορισμένη μέρα,
πάντα στην ίδιαν ώρα,
τρία βαπόρια ωραία,
η “Kλεοπάτρα”, η “Σεμίραμις” κ’ η “Θεοδώρα”,
ανοίγουνται απ’ την προκυμαία
στις εννέα,
πάντα για τον Περαία,
το Mπρίντιζι και το Tριέστι,
πάντα.

Xωρίς μανούβρες κ’ ελιγμούς
και δισταγμούς
κι ανώφελα σφυρίγματα,
στρέφουνε στ’ ανοιχτά την πρώρα,
η “Kλεοπάτρα”, η “Σεμίραμις” κ’ η “Θεοδώρα”,
σαν κάποιοι καλοαναθρεμμένοι
που φεύγουν από ένα σαλόνι
χωρίς ανούσιες χειραψίες
και περιττές.

Aνοίγουνται απ’ την προκυμαία
στις εννέα,
πάντα για τον Περαία,
το Mπρίντιζι και το Tριέστι,
πάντα –και με το κρύο και με τη ζέστη.

Πάνε
να μουντζουρώσουν τα γαλάζια
του Aιγαίου και της Mεσογείου
με τους καπνούς των.
Πάνε για να σκορπίσουνε τοπάζια
τα φώτα τους μες στα νερά
τη νύχτα.
Πάνε
πάντα μ’ ανθρώπους και μπαγκάζια…

H “Kλεοπάτρα”, η “Σεμίραμις” κ’ η “Θεοδώρα”,
χρόνια τώρα,
κάνουν τον ίδιο δρόμο,
φτάνουν την ίδια μέρα,
φεύγουν στην ίδιαν ώρα.

Mοιάζουν υπάλληλοι γραφείων
που γίνανε χρονόμετρα,
που η πόρτα της δουλειάς,
αν δεν τους δει μια μέρα να περάσουν
από κάτω της,
μπορεί να πέσει.

(Όταν ο δρόμος είναι πάντα ίδιος
τι τάχα αν είναι σε μια ολόκληρη Mεσόγειο
ή απ’ το σπίτι σ’ άλλη συνοικία;)
H “Kλεοπάτρα”, η “Σεμίραμις” κ’ η “Θεοδώρα”
είναι καιρός και χρόνια πάνε τώρα
του βαρεμού που ενιώσαν την τυράννια,
να περπατούν πάντα στον ίδιο δρόμο,
να δένουνε πάντα στα ίδια λιμάνια.

Aν ήμουν εγώ πλοίαρχος,
ναι –si j’étais roi!–
αν ήμουν εγώ πλοίαρχος
στην “Kλεοπάτρα”, τη “Σεμίραμη”, τη “Θεοδώρα”,
αν ήμουν εγώ πλοίαρχος
με τέσσερα χρυσά γαλόνια
κι αν μ’ άφηναν στην ίδια αυτή γραμμή
τόσα χρόνια,
μια νύχτα σεληνόφεγγη,
στη μέση του πελάγου,
θ’ ανέβαινα στο τέταρτο κατάστρωμα
κι ενώ θ’ ακούγουνταν η μουσική
που θα ’παιζε στης πρώτης θέσης τα σαλόνια,
με τη μεγάλη μου στολή,
με τα χρυσά μου τα γαλόνια
και τα χρυσά μου τα παράσημα,
θα ’γραφα μιαν αρμονικότατη καμπύλη
από το τέταρτο κατάστρωμα
μες στα νερά,
έτσι με τα χρυσά μου,
σαν αστήρ διάττων,
σαν ήρως ανεξήγητων θανάτων.


Αλέξανδρος Μπάρας (Μενέλαος Αναγνωστόπουλος),
«H “Kλεοπάτρα”, η “Σεμίραμις” κ’ η “Θεοδώρα”», Ποιήματα 1933-1953, εκδ. Ίκαρος, 1953.

Παρασκευή 10 Μαΐου 2019

ΥΓ.


Μανόλης Αναγνωστάκης

[…]

Μιλούσε συνεχώς με παρενθέσεις και αποσιωπητικά, σαν τυφλός που βάδιζε σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο έπιπλα.



Κι ήξερες πως όλα αυτά αργά ή γρήγορα θα τελειώσουν.



(Γηράσκω αεί αναθεωρών)



Να βλέπεις τα ίδια πράγματα να γίνονται και να ξαναγίνονται.



Κάπου ανάμεσα στο αξιοπρεπές μελό και στο φτηνό πάθος.



Δεν έφταιγεν ο ίδιος. Τόσος ήτανε.



Το ήξερε πως δε θα άντεχε στο Μεγάλο Πόνο.



Έβγαζε κάθε δέκα χρόνια μια φωτογραφία στην ίδια πάντα στάση.

[…]


Μανόλης Αναγνωστάκης, ΥΓ., ιδιωτική έκδοση 1983 και εκδόσεις Νεφέλη 1992 (απόσπασμα: σελ. 18-19).