[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Πολύβιος Δημητρακόπουλος

   (1864-1922)


   ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ

Αχ, σιχαμένε! Έβαλες τον κόσμον εις το χέρι!
Για σένα κάθε σούσουρο και κάθε νταραβέρι·
συ έκανες τη βρωμογή, μ’ αυτήν την προκοπή της,
να γίνει ο χειρότερος του ουρανού πλανήτης.

Και όμως σού `στησαν βωμούς, σ’ όλους σχεδόν τους τόπους,
όλα αυτά τα ξόανα, όπου τα λεν ανθρώπους
και αλληλοσκοτώνουνται για χάρη σου σα βόδια,
αντί να σε μουντζώνουνε με χέρια και με πόδια!

Συ άναψες πυρκαϊές σ’ όλα της γης τα πέρατα·
συ έκανες και φθήνηναν πολύ τα ξυλοκέρατα·
συ κάνεις το αφεντικό να χάνει το σκυλί του·
συ δεν αφήνεις κόκορα να στέκει στην αυλή του.

Συ και τις κότες έκανες τ’ αυγά τους να σκορπίζουνε
κι αλλού να τρέχουν να γεννούν κι αλλού να κακαρίζουνε.
Για σένα παίρνουν τα μυαλά των γυναικών αέρα
και χάνεται σιγά-σιγά κι η ράτσα του πατέρα.

Για σένα φεύγει το παιδί από την παραμάνα του
και χάν’ η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα του·
για σένα πάει το σταμνί πολλές φορές στη βρύση
κι από το σύρε κι έλα του ξεχνάει να γυρίσει.

Για σένα τρέχει το νερό κι απ’ έξω από τ’ αυλάκι του
και κύλα-κύλα ο τέντζερης πηγαίνει στο καπάκι του.


   ΣΤΙΣ ΑΚΑΚΙΕΣ

Προς χάριν της κυκλοφορίας
των  ευγενών μας των ποδών
εκόψαμεν τας ακακίας
εις του Σταδίου την οδόν.

Ήσαν οι δόλιες α-κακίες
κι εθεωρούντο περιττές·
αν ήτανε κι αυτές κακίες,
δεν θα τις κόβαμε ποτές.


   Από την «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ – Σχολείον Πετεινού εις 12 μαθήματα».
   Μάθημα 12ο:

Στο ματωμένο σου Σταυρό,
Χριστέ μου, γονατίζω
κι από τα βάθη της ψυχής
μια προσευχή αρχίζω,
που αν στην ευσπλαχνία σου
κι αυτή δεν εύρει χάρη,
ε, τότε πια ο διάβολος
ας έρθει να μας πάρει.
Χύσε λοιπόν φως ιλαρόν
και φώτισε τας φρένας,
τας με το ψύλλου πήδημα
οικτρώς σαλευομένας.
Κι επίβλεψον εξ ουρανού
και ρίψε ένα κόκκο νου
και δώσε εις την άμπελον
αυτήν την ψωραλέαν
να πέσει κόπρος άφθονος
εις την ξηράν την γαίαν,
που όλα τα παχύδερμα
και όλα τα μαλάκια
ζητούν χαρτοφυλάκια...


   ΛΥΡΑ ΚΑΙ ΛΙΡΑ

Στην εποχή που οι θεοί γλεντούσανε
στον Όλυμπο όπου είχαν τα παλάτια τους
κι έπιναν δηλαδή και τραγουδούσανε
και σα Ρωμιοί εβγάζαν και τα μάτια τους,

είχανε τον Απόλλωνα το χαϊδεμένο
να ψέλνει τα τραγούδια κάθε ωραίας
και τον Ερμή τον είχανε παραριμένο
κι ήταν ο ταχυδρόμος της παρέας.

Και όντας ο Απόλλωνας στο γλέντι απάνω
έπαιζε λύρα, που ήταν ένα θάμα,
έλεγε ο Δίας στον Ερμή: «Βρε τσαρλατάνο,
πάρε και πήγαινε στην τάδε αυτό το γράμμα»!

«Άντε μωρέ Απόλλωνα, π’ ανάθεμά σε!
Συ τραγουδάς και παίζεις κι εγώ τρέχω...
Μα θα σε κάμω εγώ να με θυμάσαι,
που έχεις λύρα εσύ κι εγώ δεν έχω»!

Τραβά κι εκειός αμέσως σε μια κάμερα,
κρύβεται δέκα μέρες, ένα μήνα,
κι εκεί, που λες, μονάχος και παράμερα,
φτιάνει μια λίρα που ήτανε... στερλίνα!

Μια μέρα, το λοιπόν, εκεί στο γλέντι,
που πήγαινε κι ερχότανε το νέκταρ βίρα
τριγύρω από το Δία τον αφέντη,
και γρατσουνούσε κι ο Απόλλωνας τη λύρα,

πετιέται κι ο Ερμής μέσα στη μέση
και λέει στον Απόλλωνα με φούρια:
«Για κοίτα λίρα που `χω εγώ – σ’ αρέσει;
Είναι στερλίνα ετούτη και καινούργια»!

Ωχ! τι ήταν κείνο το κακό που εγίνη!
Πώς να το πω και να το μολογήσω!
Τη θέση του ο Απόλλωνας αφήνει
και τρέχει, τρέχει στον Ερμή από πίσω!

Μα πού να φτάσει το θεριό εκείνο,
που είχε φτερά σε πόδια και κεφάλι!
Και από τότες τρέχουν ντεκοντίνο
κι η μία λiρα κυνηγάει την άλλη!..

Κι όπου σταθούν και πιάσουνε κουβέντα
κι ο ένας αντικρύ στον άλλον έβγει,
κάνει ο Απόλλων χίλια κομπλιμέντα,
μα ο Ερμής κουμπώνεται και φεύγει!

Μα όντας βρεθούν σε δείπνο σαν αδέρφια,
κι οι δυο θεοί το ρίξουνε στα κέφια,
ο κυρ-Απόλλωνας τη λύρα παίζει
κι ο κυρ-Ερμής... πληρώνει το τραπέζι!