[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Παρασκευή 29 Ιουνίου 2012

Του Άρη


Άρης Αλεξάνδρου (1922-1978)



Όπως αργεί τ' ατσάλι να γίνει κοφτερό και χρήσιμο μαχαίρι
έτσι αργούν κι οι λέξεις ν' ακονιστούν σε λόγο.
Στο μεταξύ
όσο δουλεύεις στον τροχό
πρόσεχε μην παρασυρθείς
               μην ξιππαστείς
απ' τη λαμπρή αλληλουχία των σπινθήρων.
Σκοπός σου εσένα το μαχαίρι.


Άρης Αλεξάνδρου, «Το μαχαίρι», Ευθύτης οδών, 1959.

Κυριακή 10 Ιουνίου 2012

Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας

Τί νὰ τὰ κάνω τὰ τραγούδια σας;
Ποτὲ δὲ λένε τὴν ἀλήθεια.
Ο κόσμος ὑποφέρει καὶ πεινᾷ,
κι ἐσεῖς τὰ ἴδια παραμύθια.

Τί νὰ τὰ κάνω τὰ τραγούδια σας;
Εἶναι πολὺ ζαχαρωμένα.
Ταιριάζουν για σοκολατόπαιδα
μὰ δὲν ταιριάζουνε γιὰ μένα.


Ντίνος Χριστιανόπουλος, «Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας»,
Το αιώνιο παράπονο. Ποιήματα και τραγούδια,
Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Διαγώνιος, 1981.

Σάββατο 9 Ιουνίου 2012

Εγκαταλείπω



Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία,
δὲ θὰ πεῖ ἀνοίγω ἕνα παράθυρο γιὰ τὴ συναλλαγή.
Τέλειωσαν πιὰ τὰ πρελούδια, ᾖρθε ἡ ὥρα τοῦ κατακλυσμοῦ·
ὅσοι δὲν εἶναι ἀρκετὰ κολασμένοι πρέπει ἐπιτέλους νὰ σωπάσουν,
νὰ δοῦν μὲ τί καινούριους τρόπους μποροῦν νὰ ἀπαυδήσουν στὴ ζωή.

Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία.
Νὰ μὴ μὲ κατηγορήσουν γιὰ εὐκολία, πὼς δὲν ἔσκαψα βαθιά,
πὼς δὲ βύθισα τὸ μαχαίρι στὰ πιὸ γυμνά μου κόκαλα·
ὅμως εἶμαι ἄνθρωπος κι ἐγώ, ἐπιτέλους κουράστηκα, πῶς τὸ λένε,
κούραση πιὸ τρομαχτικὴ ἀπὸ τὴν ποίηση ὑπάρχει;

Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία·
βρίσκει κανεὶς τόσους τρόπους νὰ ἐπιμεληθεῖ τὴν καταστροφή του.



Ντίνος Χριστιανόπουλος, «Εγκαταλείπω την ποίηση» (1956),
από την ποιητική συλλογή Ο αλλήθωρος (1949-1970).

Τετάρτη 6 Ιουνίου 2012

Τα δώρα


Μ. Σαχτούρης (1919-2005)





















Σήμερα φόρεσα ένα
ζεστό κόκκινο αίμα
σήμερα οι άνθρωποι μ’ αγαπούν
μια γυναίκα μού χαμογέλασε
ένα κορίτσι μού χάρισε ένα κοχύλι
ένα παιδί μού χάρισε ένα σφυρί

Σήμερα γονατίζω στο πεζοδρόμιο
καρφώνω πάνω στις πλάκες
τα γυμνά άσπρα ποδάρια των περαστικών
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κανείς δεν τρομάζει
όλοι μείναν στις θέσεις που πρόφτασα
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κοιτάζουν τις ουράνιες ρεκλάμες
και μια ζητιάνα που πουλάει τσουρέκια
στον ουρανό

Δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν
τι κάνει την καρδιά μας καρφώνει;
ναι την καρδιά μας καρφώνει
ώστε λοιπόν είναι ποιητής
 
Μίλτος Σαχτούρης, «Τα δώρα», Παραλογαίς, 1948.