(1852-1942)
ωσάν να είχες και τους δυο μηλίγγους σου γεμάτους
προβλήματ’ αστρονομικά, ζητήματα του κράτους...
Περνούσε κι ένας κύριος σ’ αμάξι ξαπλωμένος,
αμίλητος,
αγέλαστος, βαρύς, σκουντουφλιασμένος...
Είδα και τον αφέντη σου παρέκει από σένα,
με μούτρα σοβαρότατα, χοντρά και κρεμασμένα.
Και βλέποντας τον άνθρωπο, και βλέποντας τον όνο,
είπα,
δεν καταγόμαστε από πιθήκους μόνο...
Κι ευχήθηκα να σας χαρεί η μάνα σας τα τρία,
που `χετε ίδια τα μυαλά και όμοια τα κρανία...
Σαν είδα τον αφέντη σου, γάιδαρε, να στις βρέξει
και
συ να τις πασαλειφτείς χωρίς να βγάλεις λέξη,
δε βάσταξα και φώναξα: Ντροπή στους απογόνους
να δέρνουν με χοντρόξυλα τους δυστυχείς προγόνους!
ΕΙΣ
ΟΝΟΝ
Μια
μέρα σε είδα, γάιδαρε, να λιάζεσαι σκυμμένος,
ακίνητος
και σοβαρός, βαθιά συλλογισμένος,ωσάν να είχες και τους δυο μηλίγγους σου γεμάτους
προβλήματ’ αστρονομικά, ζητήματα του κράτους...
Περνούσε κι ένας κύριος σ’ αμάξι ξαπλωμένος,
Είδα και τον αφέντη σου παρέκει από σένα,
με μούτρα σοβαρότατα, χοντρά και κρεμασμένα.
Και βλέποντας τον άνθρωπο, και βλέποντας τον όνο,
Κι ευχήθηκα να σας χαρεί η μάνα σας τα τρία,
που `χετε ίδια τα μυαλά και όμοια τα κρανία...
Σαν είδα τον αφέντη σου, γάιδαρε, να στις βρέξει
δε βάσταξα και φώναξα: Ντροπή στους απογόνους
να δέρνουν με χοντρόξυλα τους δυστυχείς προγόνους!