(1871- 1916)
Δεν πέρασε πολύς καιρός, που η πανούργα Εύα
επαρακάλιε τον Αδάμ και του `λεγε: «Κατέβα».
Κι αυτός, να μην αντισταθεί στης Εύας το χατίρι,
σα βλάκας, εσαλτάρησε από το παραθύρι.
Κι αφού τον εκατάφερε τον παλαβό το φίλο
κι εδάγκασε το μήλο,
να σου ευθύς ο άγγελος σαν πεθερός εφάνη
με μια ρομφαία πύρινη στο χέρι: το στεφάνι.
-Προσκυνώ! της λέει ο ένας. –Δούλος σας, της λέει ο άλλος.
Και εγώ ωσάν μεγάλος της Ευρώπης διπλωμάτης
αντιχαιρετώ τους φίλους συμπεριπατών σιμά της.
Γυναικούλα μου, ποιος είναι ο ξανθός με τα μουστάκια;
-Παίζαμε μαζί, μου λέει, όταν ήμαστε παιδάκια.
-Αμ αυτός ο μαυρογένης;
-Αυτός είναι ο κουμπάρος της κουμπάρας της Ελένης.
-Και αυτός που περπατάει σα μουλάρι που κλοτσάει;
-Μου τον είχανε συστήσει τις προάλλες σ’ ένα τσάι.
-Αμ αυτός που `χει βαμμένα τα μουστάκια και τα γένια;
-Ουφ! λογαριασμούς γυρεύεις! Δεν είναι δική σου έγνοια.
Βγάνε σ’ όλους το καπέλο και ποιοι είναι και τι θέλουν
να με ερωτάς δεν θέλω!...
Μωρέ κόσμο που γνωρίζει η γυναίκα μου αυτή!
Πώς δεν τσ’ έρχεται η ιδέα να με βγάλει βουλευτή;
με βρωμοθήλυκα!
Και τώρα, παντρεμένος, με ρωτά
πώς διάολο θα πάει εμπροστά,
που `χει κι ανήλικα!
Και του `πα: «Είν’ η γνώμη μου να πας
να βγάλεις τα χαρτιά σου για παπάς»!
Την εύρηκε σωστή τη θεωρία μου
και γίνηκε παπάς στην ενορία μου!
ΙΕΡΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
Εκείνος στο παράθυρο κι αυτή στο περιβόλι.
Τι ομιλίες έκαναν, καταλαβαίνετ’ όλοι.Δεν πέρασε πολύς καιρός, που η πανούργα Εύα
επαρακάλιε τον Αδάμ και του `λεγε: «Κατέβα».
Κι αυτός, να μην αντισταθεί στης Εύας το χατίρι,
σα βλάκας, εσαλτάρησε από το παραθύρι.
Κι αφού τον εκατάφερε τον παλαβό το φίλο
κι εδάγκασε το μήλο,
να σου ευθύς ο άγγελος σαν πεθερός εφάνη
με μια ρομφαία πύρινη στο χέρι: το στεφάνι.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΟΥ
Η γυναίκα μου, σαν κούκλα με το νέο της φουστάνι,
στον περίπατο σαν βγαίνει είδες νάζι που το κάνει;-Προσκυνώ! της λέει ο ένας. –Δούλος σας, της λέει ο άλλος.
Και εγώ ωσάν μεγάλος της Ευρώπης διπλωμάτης
αντιχαιρετώ τους φίλους συμπεριπατών σιμά της.
Γυναικούλα μου, ποιος είναι ο ξανθός με τα μουστάκια;
-Παίζαμε μαζί, μου λέει, όταν ήμαστε παιδάκια.
-Αμ αυτός ο μαυρογένης;
-Αυτός είναι ο κουμπάρος της κουμπάρας της Ελένης.
-Και αυτός που περπατάει σα μουλάρι που κλοτσάει;
-Μου τον είχανε συστήσει τις προάλλες σ’ ένα τσάι.
-Αμ αυτός που `χει βαμμένα τα μουστάκια και τα γένια;
-Ουφ! λογαριασμούς γυρεύεις! Δεν είναι δική σου έγνοια.
Βγάνε σ’ όλους το καπέλο και ποιοι είναι και τι θέλουν
να με ερωτάς δεν θέλω!...
Μωρέ κόσμο που γνωρίζει η γυναίκα μου αυτή!
Πώς δεν τσ’ έρχεται η ιδέα να με βγάλει βουλευτή;
Ο ΚΛΗΡΟΣ
Γυρίζοντας Ρωσίες και Βλαχίες
έκαμ’ ένα σωρό επιτυχίεςμε βρωμοθήλυκα!
Και τώρα, παντρεμένος, με ρωτά
πώς διάολο θα πάει εμπροστά,
που `χει κι ανήλικα!
Και του `πα: «Είν’ η γνώμη μου να πας
να βγάλεις τα χαρτιά σου για παπάς»!
Την εύρηκε σωστή τη θεωρία μου
και γίνηκε παπάς στην ενορία μου!