[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2024

Ποιος ζει και ποιος πεθαίνει


Στη γειτονιά μου την παλιά
ο ήλιος δε χαράζει·
μέσα στα μάτια τ’ ανοιχτά
θεριεύει ο πόνος κι αλυχτά
δεμένος στο μαράζι.

Κι ο ήλιος δε ζεσταίνει
– είναι μικρός·
Ποιος ζει και ποιος πεθαίνει
– καημός πικρός.

Στη γειτονιά μου την παλιά
παιδιά στα λασπονέρια·
ετούτη η γη σαν μια πληγή,
κλέβει τον ήλιο η αυγή
χειμώνες καλοκαίρια.

Στη γειτονιά μου την παλιά
μετρούνε τη ρυτίδα·
σημαδεμένα τα χαρτιά,
πίσω απ’ την πλάτη σαϊτιά
καρφώνει την ελπίδα.
 
«Ποιος ζει και ποιος πεθαίνει».
Από τον κύκλο τραγουδιών Εκείνη τη νύχτα (Lyra, Οκτώβρης 1974), μουσική: Μίμης Πλέσσας (1924-2024), στίχοι: Γιώργος Καλαμαριώτης (ψευδώνυμο του δημοσιογράφου και στιχουργού Γ. Μπέρτσου, 1936-2021), ερμηνεία: Δημήτρης Ψαριανός (1948-2020).

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2024

Ας φρόντιζαν

 
Κατήντησα σχεδόν ανέστιος και πένης.
Αυτή η μοιραία πόλις, η Αντιόχεια
όλα τα χρήματά μου τα ’φαγε:
αυτή η μοιραία με τον δαπανηρό της βίο.
 
Αλλά είμαι νέος και με υγείαν αρίστην.
Κάτοχος της ελληνικής θαυμάσιος
(ξέρω και παραξέρω Αριστοτέλη, Πλάτωνα·
τί ρήτορας, τί ποιητάς, τί ό,τι κι αν πεις).
Από στρατιωτικά έχω μιαν ιδέα,
κι έχω φιλίες με αρχηγούς των μισθοφόρων.
Είμαι μπασμένος κάμποσο και στα διοικητικά.
Στην Αλεξάνδρεια έμεινα έξι μήνες, πέρσι·
κάπως γνωρίζω (κι είναι τούτο χρήσιμον) τα εκεί:
του Κακεργέτη βλέψεις, και παλιανθρωπιές, και τα λοιπά.
 
Όθεν φρονώ πως είμαι στα γεμάτα
ενδεδειγμένος για να υπηρετήσω αυτήν την χώρα,
την προσφιλή πατρίδα μου Συρία.
 
Σ’ ό,τι δουλειά με βάλουν θα πασχίσω
να είμαι στην χώρα ωφέλιμος. Αυτή είν’ η πρόθεσίς μου.
Αν πάλι μ’ εμποδίσουνε με τα συστήματά τους —
τους ξέρουμε τους προκομμένους: να τα λέμε τώρα;
αν μ’ εμποδίσουνε, τί φταίω εγώ.
 
Θ’ απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα πρώτα,
κι αν ο μωρός αυτός δεν μ’ εκτιμήσει,
θα πάγω στον αντίπαλό του, τον Γρυπό.
Κι αν ο ηλίθιος κι αυτός δεν με προσλάβει,
πηγαίνω παρευθύς στον Υρκανό.
 
Θα με θελήσει πάντως ένας απ’ τους τρεις.
 
Κι είν’ η συνείδησίς μου ήσυχη
για το αψήφιστο της εκλογής.
Βλάπτουν κι οι τρεις τους την Συρία το ίδιο.
 
Αλλά, κατεστραμμένος άνθρωπος, τί φταίω εγώ.
Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ.
Ας φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί
να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό.
Μετά χαράς θα πήγαινα μ’ αυτόν.

 
Κ. Π. Καβάφης, «Ας φρόντιζαν» (1930), Ποιήματα 1897-1933,
εκδόσεις Ίκαρος, 1984.

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2024

Ο άνθρωπος που γελούσε



Σωτ. Παστάκας (1954-)
Η πρώτη εντύπωση. Άψογη η εκτύπωση:
Γνήσιο χαρτί Kodak, ζωντανά χρώματα,
Σωστή η γωνία λήψεως και ο φωτισμός.
Αναμφισβήτητα αναγνωρίζω τον εαυτό μου
Στο εικονιζόμενο πρόσωπο. Όμως
Το σκοτάδι που μόνιμα κατοικεί στα μάτια
Βγήκε καστανού χρώματος, η δίνη του στόματος
Έχει περιοριστεί σε δυο κόκκινα χείλη, αυτά
Τα καλοχτενισμένα μαλλιά δεν αντανακλούν
Επ’ ουδενί την αταξία στο κεφάλι μου
Κι αυτό το μονίμως χαμογελαστό πρόσωπο
– Πώς να το πω; – ασυστόλως ψεύδεται,
Αγαπητοί μου φίλοι.

 
Σωτήρης Παστάκας, «Ο άνθρωπος που γελούσε»,
Η μάθηση της αναπνοής, εκδ. Πλανόδιον, 1990.

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2024

Τρίτη 30 Ιουλίου 2024

Διόδια

Τζένη Μαστοράκη (1949-2024)

Ο θάνατος του πολεμιστή
πρέπει να ΄ναι αργός και μελετημένος
σαν την κατασταλαγμένη
παραφορά του έφηβου
που αντρώνεται στην πρώτη του αγάπη.
Στον τάφο του να καταθέσετε
δυο μεγάλα ερωτηματικά
για τη ζωή και το θάνατο
κι ένα σήμα της τροχαίας
που ν’ απαγορεύει
τη διέλευση παρελάσεων.
 
Τζένη Μαστοράκη, Διόδια (ποίημα Ι), Αθήνα, εκδόσεις Κέδρος, 1972.

Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

Νύχτα

Τάκης Σινόπουλος (1917-1981)
ΝΥΧΤΑ στος δρόμους το Περισσο. νας μεσόκοπος γιατρς περπατάει ργ στος δρόμους τς συνοικίας του. Τώρα βρίσκεται πίσω π τς ξεχασμένες οκοδομς ρήμων παλιν ργοστασίων. Συλλογίζεται γι λίγο τν ρρωστο πο στειλε στ νοσοκομεο. νας ντιπαθητικός, νάποδος, λο ξηγήσεις γύρευε, φοβόταν θ πεθάνει, δν θελε ν ξεκολλήσει π τ σπίτι του. Τώρα γιατρς περπατάει συλλογισμένος, νήσυχος, βασανισμένος, ξεδίψαστος, νικανοποίητος, βαρς νάμεσα στ σκέψη κα τν κούραση. Ξέρει τί θέλει, μ δν ξέρει τί θέλει, τί γυρεύει σ' ατν τν κόσμο, τί εναι κενο πο τν τυραννάει, κενο πο ναδεύει μέσα του κατάπαυστα, τν πονάει, τν καταματώνει. Τ νειρά του χουν να πλθος σκιές, ο πιθυμίες του εναι γεμάτες γκάθια. να φεγγάρι πλατ στν ορανό, φεγγαρόφωτο της νοιξης, σημώνει στέγες σπιτιν, δρομάκια, δρόμους, λιγοστ δέντρα. σελήνη, τ ψυχρόν της ργύριον, Κάλβος κα τ λοιπά. ργότερα, τσακισμένος γυρίζει στ σπίτι του. Τρώει, πέφτει ν κοιμηθε, τ γεμάτο φεγγάρι το φέρνει ϋπνίες. γιατρς στόσο κοιμται, τ τηλέφωνο κοιμται, τ φτα σβηστά, λος κόσμος τριγύρω κοιμται. Καληνύχτα.
 
Τάκης Σινόπουλος, [Νύχτα...], Νυχτολόγιο, Αθήνα, εκδόσεις Κέδρος, 1978.

Παρασκευή 31 Μαΐου 2024

Δάσος παράξενο

 
ΔΑΣΟΣ παράξενο μαγεύει τη φωνή μου
κάθε μου λέξη μια σταγόνα αίμα
όλο μου το τραγούδι ένα δέντρο
από το αίμα ποτισμένο των φονιάδων
χίλιοι φονιάδες χίλια άγρια δέντρα
δάσος παράξενο που μαγεύει τη φωνή μου

 
Μίλτος Σαχτούρης, [Δάσος παράξενο...], η κατακλείδα της ποιητικής συλλογής Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο (1958),
βλ. Ποιήματα Άπαντα (1945-1998), Αθήνα, εκδόσεις Κέδρος, 2014.

Σάββατο 27 Απριλίου 2024

Ίχνη πάνω στην άμμο του Χρόνου

 

               What The Heart Of The Young Man Said To The Psalmist.

                                                                                                   
H. W. Longfellow (1807-1882)
Tell me not, in mournful numbers,
   Life is but an empty dream!
For the soul is dead that slumbers,
   And things are not what they seem.

Life is real! Life is earnest!
   And the grave is not its goal;
Dust thou art, to dust returnest,
   Was not spoken of the soul.

Not enjoyment, and not sorrow,
   Is our destined end or way;
But to act, that each tomorrow
   Find us farther than today.

Art is long, and Time is fleeting,
   And our hearts, though stout and brave,
Still, like muffled drums, are beating
   Funeral marches to the grave.

In the world’s broad field of battle,
   In the bivouac of Life,
Be not like dumb, driven cattle!
   Be a hero in the strife!

Trust no Future, howe’er pleasant!
   Let the dead Past bury its dead!
Act,— act in the living Present!
   Heart within, and God o’erhead!

Lives of great men all remind us
   We can make our lives sublime,
And, departing, leave behind us
   Footprints on the sands of time;

Footprints, that perhaps another,
   Sailing o’er life’s solemn main,
A forlorn and shipwrecked brother,
   Seeing, shall take heart again.

Let us, then, be up and doing,
   With a heart for any fate;
Still achieving, still pursuing,
   Learn to labor and to wait.

 
Henry Wadsworth Longfellow, “A Psalm of Life” (1838).
The Complete Poetical Works of Henry W. Longfellow, Cambridge Edition, edited by Horace E. Scudder (Boston: Houghton, Mifflin, 1893); republished as The Poetical Works of Longfellow, introduction by George Monteiro (Boston: Houghton Mifflin, 1975).

Κυριακή 21 Απριλίου 2024

"Ουδέν τυράννου δυσμενέστερον πόλει"...

 
ΘΗΣΕΑΣ:
[...]
Για την πόλη δεν υπάρχει τίποτε απεχθέστερο από τον δυνάστη·
το πρώτιστο: εκεί οι νόμοι δεν ισχύουν για όλους·
την εξουσία την ασκεί μονάχα ένας
και αυτός κρατάει στα χέρια του τον νόμο·
αυτό και μόνο αναιρεί την ισότητα.
Όταν όμως υπάρχουν νόμοι γραπτοί,
το δίκαιο ισχύει εξίσου και για τον ταπεινό και για τον πλούσιο
και μπορεί ο ανίσχυρος, όταν δέχεται επιθέσεις,
να απαντά στον ισχυρό στον ίδιο τόνο,
και φτάνει να νικά ο μικρός τον ισχυρό, αν έχει δίκιο.
Και η πεμπτουσία της ελευθερίας,
εκείνο το «ποιος έχει να προτείνει κάτι καλό για την πόλη;
να έρθει να το καταθέσει εδώ, ενώπιον όλων».
Όποιος προσφέρεται δοξάζεται, όποιος δεν θέλει σιωπά.
Για την πόλη νοείται ισότητα ανώτερη απ αυτή;
Εξάλλου, όπου κρατά ο δήμος τα ηνία της χώρας,
χαίρεται όταν υπάρχουν στην πόλη νέοι παλληκάρια·
Ένας όμως που είναι βασιλιάς αισθάνεται μίσος γι αυτό
και όσους κρατούν από καλή γενιά και όσους θεωρεί ευφυείς
τους θανατώνει, γιατί φοβάται για την εξουσία του.
Και πώς θα μπορέσει μια πόλη να γίνει ισχυρή,
όταν κάποιος θερίζει το άνθος των νέων
σα να ναι στάχυ σε λιβάδι ανοιξιάτικο;
Και ποιο το όφελος να θησαυρίζει κάποιος
πλούτη και βιός για τα παιδιά του;
Μήπως για να μεγαλώνει με τον ιδρώτα του το βιός του δυνάστη;
[...]

Ευριπίδης, Ικέτιδες (424-420 π.Χ.;), στίχοι 429-451, μετάφραση:

Τρίτη 9 Απριλίου 2024

Το χρήμα

                                                 

«Το χρήμα» (1919;)
Στίχοι-μουσική: Αττίκ (Κλέων Τριανταφύλλου, 1885-1944)
Ερμηνεία: Δανάη Στρατηγοπούλου (1911 ή 1913-2009)
Πιάνο: Λεβ (Lev/Λέων ή Λευτέρης Σπανίδης, 1923-1968)
Είναι το πρώτο κατά σειρά τραγούδι στο Η Δανάη τραγουδάει Αττίκ (δίσκος βινυλίου Philips 10’’, 33 1/3 RPM, χ.χ., περ. 1965).
Στο οπισθόφυλλο σημειώνεται (ίσως από την ίδια τη Δανάη):
«Είναι ένα παράξενο τραγούδι, σε τέμπο “κυκλικό”, που όταν το τραγουδούσε ο Αττίκ ξεσήκωνε τον κόσμο από ενθουσιασμό με το κοινωνικό βάθος του και το αντιπολεμικό πνεύμα του. Έχει πολλές στροφές. Σας δώσαμε τις ουσιωδέστερες έξι. Η τελευταία είναι αφιερωμένη από τον Αττίκ στον ...Αττίκ».

Ακολουθούν οι στίχοι του τραγουδιού (η τέταρτη στροφή – ενδεχομένως και άλλες – έμεινε εκτός του ηχογραφήματος):

Πού τρέχει με βία το πλήθος αυτό
λες κι έχει σαράντα βαθμούς πυρετό,
απάνω και κάτω κινείται αενάως σαν κύμα;
Και λες πως ειν’ όλοι τους φρενοβλαβείς,
ποια είν’ η αιτία της βίας αυτής;
Το χρήμα! Το χρήμα!

Καμάρι τις είχαν σ’ όλο το χωριό
καλές αδελφές η Λενιώ κι η Μαριώ,
μα πέθανε ο γέρος και άφησε πλούσιο κτήμα…
Και τώρα δεν παν’ μαζί στην εκκλησιά,
ποιος φταίει που τα χάλασαν στη μοιρασιά;
Το χρήμα! Το χρήμα!

Παντρεύεται γέρος πεντάμορφη νια
μες στ’ άσπρα μαλλιά του φοράει λεμονιά
και λες ειν’ ο γάμος κηδεία για ‘κείνο το θύμα…
Για το άνθος που άδικα θα μαραθεί,
ποιος φταίει που τόση δροσιά θα χαθεί;
Το χρήμα! Το χρήμα!

Η σύζυγος κάποιου βιοπαλαιστού
συχνά στην αγκάλη ενός τοκιστού
της γραμματικής μελετά το γλυκύτερο ρήμα…
Και σαν κοινωνεί μαρτυρεί στον παπά
πως… κι από τους δυο πιο πολύ αγαπά…
Το χρήμα! Το χρήμα!

Το χρήμα γεννάει τους πολέμους στη γη
κι αυτή των λαών την αλληλοσφαγή,
που κάνει τη μάνα να κλαίει σε νιόσκαφτο μνήμα,
που κείτεται μέσα πεντάμορφος νιος.
Ποιός φταίει αν δεν είναι κι αυτός ζωντανός;
Το χρήμα! Το χρήμα!

Στον περίπατό σου τον εσπερινό
συχνά μες στους δρόμους, με τη λέξη «πεινώ»,
φτωχοί σ’ ενοχλούν, πλούσιέ μου, κι ανοίγεις το βήμα…
Κι ιδρώνεις γιατί είσαι χοντρός και παχύς,
ποιος φταίει αν υπάρχουν στη Γη δυστυχείς;
Το χρήμα! Το χρήμα!

Μου λένε πως γράφω καλή μουσική,
μα μόνο για δόξα κι όχι εμπορική
και πως θα πεθάνω στην ψάθα κι αυτό θα ’ναι κρίμα…
Μα τι να τα κάνω εγώ τα λεφτά;
Η αγάπη η δική σας αντικαθιστά…
Το χρήμα! Το χρήμα!