[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Σάββατο 25 Απριλίου 2015

"Η ποίησις έγκειται στο ψέμα..."


                                   …όμως τώρα το πρόβλημα ακριβώς είναι ότι κλαίμε
                                              λέξεις και δεν κλαίμε δάκρυα
                                                                                       Β. Λεοντάρης

                                                             …αυτό πρέπει για την τέχνη σου
                                                               κρύα να καις
                                                               για να υπάρχεις
                                                                                      Δ. Ι. Αντωνίου

   «Εγώ δεν ήθελα όσο θυμάμαι τον εαυτό μου να γράφω, ήθελα να παίζω μπάλα στην αλάνα…». Ξεκινώ απ’ αυτήν τη δήλωση του Μάριου Μαρκίδη η οποία περιγράφει –το λέω προκαταλαμβάνοντας εν μέρει την έκθεση που ακολουθεί– το γενέθλιο τραύμα της ποίησης και το κυρίαρχο μοτίβο της, τουλάχιστον απ’ τον Ρομαντισμό κι εδώ. Δεν θα φτάσω βέβαια τόσο πίσω ώστε να συναντήσω τη δίψα και τον καημό του γέροντα Φάουστ για τη νεότητα ή του νεαρού Τόνιο Κραίγκερ για τη ζωή, ούτε σκοπεύω να λοξοδρομήσω το θέμα μου προς τις χαρακτηριστικές εκείνες διανοουμενικές κατασκευές ή περσόνες του Νίκου Καζαντζάκη τις οποίες ο δημιουργός τους αποκαλούσε μ’ ένα είδος τραχειάς πατρικής τρυφερότητας «χαρτοπόντικες», υποδηλώνοντας ότι και αυτός επίσης κατά βάθος δεν ήθελε «να γράφει» αλλά να παίζει στη δική του αλάνα – «να ζει» σαν τον «Ζορμπά» του. Θα προτιμούσα, να πιάσω το νήμα μιας πιο οικείας προς τον ποιητικό χώρο παράδοσης, ανατρέχοντας σε μερικές τυπικές αποτυπώσεις, όπως λ.χ. του Ζαχαρία Παπαντωνίου («Σερενάδα στο παράθυρο του Σοφού») ή του Μήτσου Παπανικολάου («Ζούσα όπως ήθελεν η Μούσα / κι όπως δεν ήθελε η ζωή»), ή του Γιάννη Σκαρίμπα («Κάλλιο χορευταράς νάμουνα πέρι / κόλλες που να κρατώ και μολυβάκια») ή του Κώστα Καρυωτάκη:

                                         Είκοσι χρόνια παίζοντας
                                         αντί χαρτιά βιβλία
                                         είκοσι χρόνια παίζοντας
                                         έχασα τη ζωή.

                                         Φτωχός τώρα ξαπλώνομαι
                                         μιαν εύκολη σοφία
                                         ν’ ακούσω εδώ που πλάτανος
                                         γέρος μού τη θροεί.

   Η στοιχειοθεσία ενός «βιβλίου παραπόνων» της γραφής θα ισοδυναμούσε ίσως με το ιστορικό ακριβώς της νόσου της γραφής – με το ιστορικό της προέλευσής της από τη ματαίωση ή την έλλειψη της «ζωής». Σ’ αυτή την περίπτωση, το ρητορικό ερώτημα «και ποιος θα ήθελε να γράφει (αντί να “ζει”);», έτσι βιαστικά διατυπωμένο ως μια πρώτη απόπειρα διαλόγου με την ποίηση του Μ. Μαρκίδη, δεν θα μας πήγαινε μακρύτερα από τα χωράφια μιας περίπου κοινόχρηστης πλέον θεωρίας ή γενεαλογίας της ποίησης – ερήμην των ερωτημάτων που η ποίηση του Μ. Μαρκίδη εγείρει. Όταν όμως κανείς ακούει αυτό το ερώτημα μέσα του και το βιώνει εμπειρικά ως το ερώτημα της (δικής του) γραφής, τότε χρεώνεται προσωπικά την πειστική απάντηση την οποία έχει ήδη δώσει ο Μ. Μαρκίδης:

«Καθόσον με αφορά δεν διστάζω να πω ότι μισώ τη γραφή, που δεν μπορώ όμως να κάνω χωρίς αυτή. Τι το αλλόκοτο; Είναι σίγουρο πως αγαπάει η χελώνα το καβούκι της; Απλώς είναι υποχρεωμένη να το φέρει».*

[…]

   Ωστόσο, έστω και έτσι (ή μόνο έτσι πλέον;) η ποίηση εξακολουθεί  να γράφεται. Να γράφεται – όχι να βιώνεται. Διότι η ποίηση μόνο να γράφεται μπορεί. Και μπορεί να γράφεται μόνον όταν, και επειδή, «κλαίμε λέξεις»· όταν «κλαίμε δάκρυα», απλώς κλαίμε.
   Αλλά μήπως το πετρωμένο δάκρυ της τέχνης δεν είναι η ζωή της; Μήπως δεν είναι η ζωή της το παγωμένο μνημείο που φυλακίζει, ήτοι διασώζει, εκείνη την ανοχύρωτη μπροστά στο χρόνο φευγαλέα ανατριχίλα, εκείνη τη θερμή και σπαρταριστή στιγμή, εκείνο το κάτι που έτσι κι αλλιώς είναι για πάντα χαμένο έξω από την τέχνη;
 

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, «Η ποίησις έγκειται στο ψέμα…»** (Ένα σχόλιο για την ποίηση του Μάριου Μαρκίδη), απόσπασμα.
Ολόκληρο το κείμενο περιέχεται στη συλλογή δοκιμίων του Γ. Λυκιαρδόπουλου Μίμηση ήχων (σημειώσεις για την ποίηση), εκδ. Ύψιλον / βιβλία, 2014.
 

* Μ. Μαρκίδης, Ή του ύψους ή του βάθους, εκδ. Οδυσσέας, 1999, σ. 184.
** Μ. Μαρκίδης, «Τα εκεί», Βαποράκια, εκδ. Νεφέλη, 1999, σ. 41.