να μην
απομένει
κανένα
χρώμα πια
στο
χρόνο - χαμαιλέοντα;
Ακόμα
ένα τίναγμα
και πάλι
θα πέσει
άκαμπτος,
δίχως πνοή;
Mπορεί
απ’ τους
καπνούς και τους πολέμους φλομωμένη
η γης
να
μην ξανασηκώσει το κεφάλι της;
Μπορεί…
Όχι,
αυτό
δε μπορεί!
Αύριο-μεθαύριο τα περιδινούμενα νερά των σκέψεων
θα κρουσταλλιάσουνε
αύριο
- μεθαύριο θάιδει την πορφύρα που αναβρύζει από τα σώματα.
Πάνω
απ’ τ’ αφηνιασμένα της μαλλιά θα συστρέψει τα χέρια της
στενάζοντας:
«Θεέ
μου,
τι
έχω κάνει!»
Ε,
λοιπόν, όχι,
αυτό
δε μπορεί.
Στήθος,
τσάκισε
τη χιονοστιβάδα της απελπισίας,
ψαχούλευε
και ψαύε μέσα στη μελλοντική ευτυχία.
Κοιτάχτε,
αν
θέλετε,
απ’ το
δεξί μου μάτι
κάνω
να βγει
ένα
ολάκερο δάσος λουλούδια!
Όνειρα,
πολλαπλασιάστε τα παράξενα πουλιά σας.
Κεφάλι,
αναστρέψου
από ενθουσιασμό και περηφάνεια.
Μυαλό
μου,
χαρωπέ
και σοφέ οικοδόμε,
χτίζε
πολιτείες!
Προς
εκείνους
που
τρίζουν ακόμη τα δόντια τους
από
οργή,
φτάνω
ολόκληρος
μες στην αυγή των φωτεινών ματιών μου.
Γη,
ορθώσου
σε χιλιάδες Λαζάρους
στολισμένους
τις λάμψεις των αμφίων.
Κι ω
χαρά,
χαρά!
—
Ανάμεσα
από τους καπνούς
διακρίνω
το
φέγγος των προσώπων.
[…]
Μουρμουρητά.
Όλη η
γης
ξεσφίγγει
τα μελανιασμένα χείλη της.
Πιο
δυνατά.
Σαν
κραυγή καταιγίδας
κοχλάζει:
«Ορκιστείτε
το
πως
πια δε θα θερίσετε κανέναν!»
Και
ιδού που ορθώνονται απ’ τους τύμβους
οστά
γεγυμνωμένα, και με σάρκα περιβάλλονται.
Έχετε
δει
κομμένα
πόδια
να
ζητάνε τους αφέντες τους,
κομμένα
κεφάλια να τους καλούν με τ’ όνομά τους;
Δέστε,
εκείνα
τα μαλλιά τ’ αποσπασμένα μαζί με το δέρμα
πηδούν
και πάλι στο κρανίο που κουτσουρεύτηκε,
τα
πόδια τρέχουν μόνα τους
και
νάτα, ολοζώντανα, στη θέση τους, κάτω απ’ αυτόν.
Από
τα τρίσβαθα των θαλασσών και των ωκεανών,
σωροί
οι πνιγμένοι, ζωντανεύοντας,
πλέουν
μ’ ανοιχτά πανιά.
Ήλιε!
Ζέστανέ
τους μέσα στις φούχτες σου,
γλείψε
τα μάτια τους με τη γλώσσα των ακτίνων.
Γέρικε
χρόνε,
ρυτιδιασμένε,
σου
γελάμε κατάμουτρα!
Γεροί
κι ανέπαφοι θα επιστρέψουμε στα σπίτια μας!
[…]
«Δόξα
στον άνθρωπο,
δόξα
και ζωή στον άνθρωπο, στους αιώνες των αιώνων!
Σε
κάθε ζωντανόν
επί
της γης,
δόξα,
δόξα,
δόξα!»
Πνίγεσαι
από χαρά!
Κι
είμαι κι εγώ.
Φτάνω
συνετός,
πελώριος,
αδέξιος.
Ω,
είμαι εξαίσιος
μέσα
στην πιο απαστράπτουσα
απ’ τις
αμέτρητες ψυχές μου!
Διασταυρώνομαι
μ’ ανθρώπους ανοιχτόκαρδους
διασταυρώνομαι
μ’ ανθρώπους της γιορτής
— καταραμένη
καρδιά
μην
κλωτσάς έτσι!
[…]
Kι
αυτά τα θωρηκτά
— ούτε είναι πια να το πιστέψεις
πως
προχωρούσανε ξερνώντας θάνατο —
τώρα
μέσα στ’ αμπάρια τους
πούχουν
ξεχάσει πια για πάντα το μπαρούτι
μες
σε ήμερα λιμάνια κουβαλάνε
μυριόχρωμους
σωρούς τα μπιχλιμπίδια.
Και
ποιος λοιπόν μπορούσε να φοβάται
αυτά
τα στίφη
των
κανονιών,
ετούτα
δω,
τόσο
πράα,
πώς θάταν
μπορετό ποτέ να καταστρέψουν;
Κοιτάχτε
τα πώς βόσκουν
ειρηνικά
μέσα
στον κάμπο
μπροστά
σ’ ένα σπιτάκι.
Δέστε,
αυτό
δεν είναι κάνα αστείο
μήτε
το γέλιο κάποιας σάτιρας —
μέσα
στο ντάλα μεσημέρι
φρόνιμοι,
δυο -
δυο
οι
καυγατζήδες - τσάροι σεργιανάνε
κάτω
από την επίβλεψη των παραμάνων.
Γη,
από
πού φτάνει τόση αγάπη;
Φαντάσου
—
κει
πέρα,
κάτω
απόνα δέντρο,
είδαν
το Χριστό,
να
παίζει σκάκι με τον Κάιν.
Δε
βλέπεις τίποτα;
Ζαρώνεις
τα μάτια σου, ψάχνεις;
Τα
μάτια σου μικρά - δυο χαραμάδες.
Άνοιξέ
τα!
Κοίτα.
Τα δικά
μου μάτια,
είναι
μια πύλη διάπλατη καθεδρικού ναού.
Άνθρωποι,
αγαπημένοι,
και
όχι αγαπημένοι,
γνωστοί
και
άγνωστοι,
κυλήστε,
σε πλατιά πομπή, απ’ αυτή την πύλη.
Κι
αυτός, ο ελεύθερος
που
κηρύττω,
ο άνθρωπος
—
θαρθεί,
πιστέψτε
με,
πιστέψτε
το.
Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, αποσπάσματα από το ποίημα «Ο
πόλεμος και η ειρήνη» (1915-1916), σε απόδοση Γιάννη Ρίτσου – Άρη Αλεξάνδρου (από
την ανθολογία Μαγιακόβσκη: Ποιήματα,
εκδόσεις Κέδρος, 1963).