[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

Σουρής

Γεώργιος Ροϊλός (1867-1928), Οι ποιηταί, περ. 1919. Στιγμιότυπο μιας ποιητικής “soirée” της Γενιάς του 1880 (Νέα Αθηναϊκή Σχολή): Ο Αριστομένης Προβελέγγιος απαγγέλλει, έχοντας δεξιά του τον Γεώργιο Σουρή. Στο κέντρο, ο Κωστής Παλαμάς. Από αριστερά: Γεώργιος Στρατήγης, Γεώργιος Δροσίνης και Ιωάννης Πολέμης.








   (Le) souris, στα Γαλλικά, είναι το ελαφρύ, σχεδόν αδιόρατο χαμόγελο· το υπομειδίαμα. (La) souris, γένους θηλυκού, σημαίνει διάφορα ετερόκλητα πράγματα. Σουρής, πάντως, σημαίνει Σάτιρα!
   Κάπου ανάμεσα στο  γαλλόφωνο spleen του Μπωντλαίρ (1821-1867) και στο ελληνόφωνο αντίστοιχο, του Κώστα Ουράνη (1890-1953) και των επιγόνων, μεσουρανούσε για τέσσερεις δεκαετίες το άστρο του «Ρωμηού», σατιρικού φύλλου που έγραφε και εξέδιδε ο Γεώργιος Σουρής (1852-1919).
   Έτσι τον περιγράφει ο Σπύρος Μελάς (1883-1966), προλογίζοντας μια από τις εκδόσεις των Απάντων του, το 1954:
   «Τον επρόλαβα, δεν τον εγνώρισα όμως από κοντά. Με χώριζαν απ’ αυτόν τριάντα χρόνια ηλικίας – μεσουρανούσε όταν εγώ τρυπούσα τα παντελόνια μου στα μαθητικά θρανία. Ήτανε μεταξύ των 45 και 50 χρόνων όταν τον πρωτοαντίκρισα, στο Φάληρο, στην άκρη των τραπεζιών του μεγάλου ξενοδοχείου του Σταθμού. Δυο ήτανε τότε οι μεγάλοι αστέρες που συγκέντρωναν την κοινή προσοχή, σ’ αυτό το ακρογιάλι, που το καλοκαίρι γινόταν η βιτρίνα της αθηναϊκής αφρόκρεμας: ο Γεώργιος Θεοτόκης και ο Γεώργιος Σουρής. Ο ένας κομψευόμενος, ο άλλος μποέμ· ο ένας με αψεγάδιαστη χωρίστρα στρωμένη με μπριλλιαντίνη, ο άλλος αναμαλλιάρης και γενάτος, απλός και αφρόντιστος· ο ένας κύριος του κόσμου και της πολιτικής, ο άλλος κύριος της Κοινής Γνώμης… Ο κόσμος όμως – για μεγάλη τιμή της εποχής – θαύμαζε περισσότερο τον ποιητή παρά τον κομψευόμενο πρωθυπουργό… Οι άνθρωποι μαζεύονταν σε κάποιαν απόσταση από το τραπέζι του και τον χάζευαν σαν αξιοπερίεργο φαινόμενο, αν τύχαινε, μάλιστα, το τελευταίο Σάββατο να είχε γράψει τίποτα τσουχτερά τετράστιχα στο « Φασουλής και Περικλέτος, ο καθένας νέτος-σκέτος» […]
   Οι σατιρικές «ζωγραφιές» του Σουρή δεν έχουν ξεθωριάσει. Απλό παράδειγμα:

Κλέφτες!

Κλέφτεεες!... πω! πω! στα σπίτια σας με σίδερα κλεισθείτε
και θάψετε αν έχετε στο χώμα τον παρά σας,
φυλάξετε τα ρούχα σας και ό,τι κι αν φορείτε,
τις κότες, τα λουλούδια σας και όλα τα καλά σας.
Μην εμπιστεύεσθε πολύ κλητήρας κι αστυνόμους
και βγαίνετε γι’ ασφάλεια με νυκτικά στους δρόμους.

Κλέφτεεες!... πω! πω! προσέχετε το ακριβό σας ταίρι,
τις κάσες σας, τις δούλες σας, με τέσσερα τα μάτια,
μήπως κανένας νέος Ζευς, ημέρα μεσημέρι,
σας τις σηκώσει έξαφνα μαζί με τα κρεβάτια.
Όλα να γίνουν ημπορούν σε τούτον τον καιρό,
κι αυτά τα λέγω, κύριοι, με ύφος σοβαρό.

Κλέφτεεες!... για όνομα θεού, πεντάρα μην κρατείτε,
βλέπετ’ εδώ, βλέπετ’ εκεί, εις τον περίπατό σας,
ακόμη και τον ίσκιο σας για κλέφτη φοβηθείτε,
μπορεί και σεις να κλέψετε τον ίδιο εαυτό σας.
Κλεψιά εδώ, κλεψιά εκεί... κλητήρες... αστυνόμοι...
Εισαγγελία, Δικασταί, Συντάγματα και νόμοι.

Κλέφτεεες!... μεγάλος ποιητής νομίζω ότι γράφει
όποιος σουφρώνει πιο πολλά πως κλέφτης δε λογιέται...
Και βέβαια, τι μασκαράς όποιος για μία σκάφη
σαπίζει μες στη φυλακή και σαν σκυλί κτυπιέται!
Μην κλέβετε, ω άνθρωποι, ορνίθια ή μπουγάδες...
Αν θέλετε να κλέβετε, να κλέβετε χιλιάδες.

Κλέφτεεες!... μεγάλοι, ξακουστοί, και κλέφτες πεινασμένοι,
κλέφτες φτωχοί και άρχοντες με άμαξες και άτια,
κλέφτες χωρίς παράσημα και κλέφτες σταυρωμένοι,
κλέφτες χωρίς μια πήχυ γη και κλέφτες με παλάτια.
Ο ένας κλέβει όρνιθες και σκάφες για ψωμί,
κι ο άλλος έθνος σύσσωμο για πλούτη και τιμή.

                                                             (Μάης 1881)