[Δεν είναι τάχα ν’ απορείς;
- αναρωτιόταν ο Σουρής…].
Το σπήλαιο, Χριστέ,
κοιτώ
και γονατίζω και ρωτώ:
Γιατί και πριν στη
φάτνη σου
να γεννηθείς ακόμα
κι ανθρώπου λάβεις
σώμα,
όσοι φανήκαν άνθρωποι
γεννήθηκαν σ’ αχούρια
και σε παλάτια λαμπερά
τα ξέστρωτα γαϊδούρια;
Γιατί να κρύβεται,
Χριστέ,
στου κόσμου τα φιλιά
φαρμακωμένος πόλεμος
και κιτρινιάρης
φθόνος;
Γιατί και του
προδρόμου σου
Σωκράτη τη σπηλιά
οι σήμερον σωκρατικοί
εκόπρισαν αφθόνως;
Γιατί, Χριστέ, στον
κόσμο σου
και πάντοτε και τώρα
ίσα να μη μοιράζονται
των αγαθών τα δώρα
κι άλλοι να τρώνε
κάπονες
πεντέμισυ λιτρών
κι άλλοι να βλέπουν
χάσκοντες
εκείνους που τους
τρων;
Κι άλλα πολλά ρωτήματα
ποθώ, Χριστέ, να κάνω,
μα κι εκ της γης καμιά
φωνή,
αλλ’ ούτε κι από πάνω.
Και τραγουδώ μ’ ελιάς
κλαδί
στο βογγητό του πόνου:
Χριστούγεννα,
πρωτούγεννα,
πρώτη γιορτή του
χρόνου!
Εις των αλόγων άλλοτε
την φάτνην εγεννήθη
Μεσσίας λογικότατος,
τυφλά φωτίσας πλήθη,
στη φάτνη δε των
λογικών,
που λέγεται Βουλή,
Μεσσίαι δίχως λογικά
γεννήθηκαν πολλοί!