[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Σάββατο 23 Απριλίου 2011

Ολίγα περί βίου

R. Magritte, Le Fils de l' homme, 1964
   Ο Μάριος Μαρκίδης γεννήθηκε το 1940 στην Αθήνα. Αποφοίτησε από το Βαρβάκειο Λύκειο το 1957. Φοίτησε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και έλαβε τον τίτλο ειδικότητας Νευρολογίας-Ψυχιατρικής το 1969. Υπήρξε μαθητής του Δ. Κουρέτα και του Κ. Στεφανή. Για δυο χρόνια, με υποτροφία του Ι.Κ.Υ., μετεκπαιδεύτηκε στην Κοινωνική Ψυχιατρική, στο Ινστιτούτο Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, κοντά στους καθηγητές J. Wing και J. Left. Εργάστηκε για 33 χρόνια στην Ψυχιατρική Κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών, ανεβαίνοντας όλες τις ακαδημαϊκές βαθμίδες μέχρι τη θέση του τακτικού καθηγητή. Στο  Αιγινήτειο Νοσοκομείο οργάνωσε και διηύθυνε το Τμήμα Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας, όπου πραγματοποίησε σημαντικό εκπαιδευτικό, εποπτικό, ερευνητικό και θεραπευτικό έργο, σε ατομική και ομαδική βάση. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τις μονάδες μερικής νοσηλείας και τις ψυχαναλυτικού τύπου ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις. Οργάνωσε νέες δομές παροχής υπηρεσιών και δίδαξε πολλούς νεότερους ψυχιάτρους. Το επιστημονικό συγγραφικό του έργο εκτείνεται από την κλινική ψυχιατρική και την ψυχοπαθολογία μέχρι την ψυχογλωσσολογία και την ψυχανάλυση. Πήρε μέρος με ανακοινώσεις και εισηγήσεις σε πολλά ελληνικά και διεθνή ψυχιατρικά συνέδρια, συχνά συμμετέχοντας και στην οργανωτική και επιστημονική τους επιτροπή. Είχε την επιμέλεια των σελίδων βιβλιοκριτικής και ήταν πρόεδρος της συντακτικής επιτροπής (από το 2000 έως το θάνατό του, το 2003) του επιστημονικού περιοδικού Ψυχιατρική.

   Οι πρώτες του ποιητικές δοκιμές φιλοξενήθηκαν στη φιλολογική σελίδα της εφημερίδας Βραδυνή. Την “πρώτη επίσημη εμφάνιση στα Γράμματα” έκανε σε ηλικία 22 ετών, φοιτητής τότε της Ιατρικής: Με το ψευδώνυμο Μάριος Αφεντόπουλος, έλαβε μέρος και διακρίθηκε στον ποιητικό διαγωνισμό που είχε προκηρύξει το 1961 το περιοδικό Πανσπουδαστική σε συνεργασία με τον Ταχυδρόμο. Το ποίημά του «Εκμαγείο» απέσπασε έπαινο και δημοσιεύτηκε στο τεύχος 39-40 της Πανσπουδαστικής τον Μάη του 1962. Στην κριτική επιτροπή συμμετείχαν οι Νικηφόρος Βρεττάκος, Οδυσσέας Ελύτης και Γιάννης Ρίτσος. Είχαν στείλει ποιήματά τους 244 φοιτητές και ανάμεσα στους 23 διακριθέντες ήταν οι Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Μάνος Ελευθερίου, Γιάννης Ευσταθιάδης, Θεόδωρος Πάγκαλος. Με την ποιητική του σύνθεση «Πρόλογος στο σπαθί» εμφανίστηκε την ίδια χρονιά στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης (τεύχος 92, Αύγουστος 1962, σσ. 179-180). Το πρώτο του ποιητικό βιβλίο τυπώθηκε ιδίοις αναλώμασιν ένα χρόνο αργότερα (Ένα κορίτσι, το καλοκαίρι…, Αθήνα, 1963).

   Υπήρξε μέλος της συντακτικής ομάδας των περιοδικών Μαρτυρίες και Προτάσεις. Συνδέθηκε άρρηκτα με τον κύκλο του περιοδικού Σημειώσεις (τριάντα χρόνια συνεκδότης και συντάκτης) και των εκδόσεων «Έρασμος» (επιμελητής της σειράς «Ψυχολογία και επιστήμες της συμπεριφοράς»). Πολλά κείμενά του δημοσιεύτηκαν επίσης στα περιοδικά Επιθεώρηση Τέχνης και Ιδίοις Αναλώμασι, στον τόμο Προτάσεις (1971), αλλά και στον ημερήσιο Τύπο (Αυγή, Ελευθεροτυπία).
   Ως ποιητής εντάσσεται γραμματολογικά στη Δεύτερη Μεταπολεμική Γενιά. Στην εργογραφία του περιλαμβάνονται δεκαπέντε ποιητικές ενότητες, πεζογραφήματα, μελέτες, δοκίμια, βιβλιοκριτικές και μεταφράσεις (υπήρξε ο πρώτος μεταφραστής γλωσσολογικής εργασίας του Noam Chomsky στα ελληνικά). Μετά από τέσσερεις δεκαετίες λογοτεχνικής δραστηριότητας, τιμήθηκε το 2002 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης του Υπουργείου Πολιτισμού, για την τελευταία ποιητική του συλλογή, Παρά ταύτα (εκδόσεις Νεφέλη, 2001).
   Στις 30 Ιουνίου 2003 ο Μάριος Μαρκίδης έχασε τη μάχη με τον καρκίνο, έχοντας κερδίσει τις κρίσιμες μάχες της ζωής.

Σάββατο 16 Απριλίου 2011

Μετά τόσα έτη





[αυθαίρετη απόπειρα γεφυρώσεως
του χάσματος των λογοτεχνικών γενεών]






Μάρτυρες για τα λάθη σου δεν είχες. Μόνος μάρτυρας
ο ίδιος εσύ. Τα τακτοποίησες, τα μονόγραψες, τα σφράγισες
σε λευκούς πάντοτε φακέλους, σα να ετοίμαζες
τη δίκαιη διαθήκη σου. Ύστερα
τα τοποθέτησες προσεχτικά στα ράφια. Τώρα, γαλήνιος,
(ίσως και κάπως φοβισμένος), ούτε βιάζεσαι
ούτε καθυστερείς, γνωρίζοντας ότι, μετά το θάνατό σου,
θ' ανακαλύψουμε πόσον ωραίος ήσουν,
πόσο πολύ πιο ωραίος πέρα απ' τις αρετές σου.

Αθήνα, 16-1-1988

Γιάννης Ρίτσος, "Μετά", Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα, Κέδρος, 1991.