[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Δευτέρα 23 Μαΐου 2011

Η παρέα των Σημειώσεων

Τεύχος 1, Σεπτέμβρης 1973
   Αμέσως μετά τη δικτατορία του 1967-1974, μια μικρή ομάδα νέων ποιητών και διανοούμενων, με κοινό σημείο αναφοράς την προδικτατορική Επιθεώρηση Τέχνης (1954-1967), αλλά και τις Μαρτυρίες (1962-1966), συσπειρώθηκε γύρω από το λογοτεχνικό περιοδικό Σημειώσεις και τις συγγενείς εκδόσεις «Έρασμος». Το πρώτο τεύχος των Σημειώσεων είχε τυπωθεί το Σεπτέμβρη του 1973, με συνεργάτες και συνεκδότες τους: Στέφανο Ροζάνη, Μ. Αφεντόπουλο (Μάριο Μαρκίδη), Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο και Βύρωνα Λεοντάρη. Μέλη της ίδιας παρέας: Μ. Λαμπρίδης (ψευδώνυμο του Μανόλη Λεοντάρη), Αντώνης Λαυραντώνης, Ανδρέας Κίτσος-Μυλωνάς, Τάσος Πορφύρης, Μάρκος Μέσκος, Παναγιώτης Κονδύλης, Σταμάτης Στανίτσας, Ρένα Κοσσέρη κ.ά. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, ο κύκλος των Σημειώσεων μεγάλωσε, κατακτώντας τη δική του ξεχωριστή θέση στα ελληνικά Γράμματα.

Απόσπασμα επιφυλλίδας του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη, δημοσιευμένης στο ένθετο «Βιβλιοθήκη» της εφημερίδας Ελευθεροτυπία, στις 24 Μαρτίου 2000:

   Εδώ κι ένα τέταρτο του αιώνα, ένα περιοδικό κι ένας εκδοτικός οίκος διακονούν το Ακριβό, το Πολύτιμο, το Ποιοτικό, διακονούν το πρόταγμα της αυτονομίας και της σκέψης που διαρκώς αναζητεί ίχνη ελευθερίας μέσα στο φαιό πολτό μιας εποχής, η οποία δεν παύει να ξεγελάει τον εαυτό της και όσους τη ζουν. Πρόκειται, βέβαια, για το περιοδικό «Σημειώσεις» και τον εκδοτικό οίκο «Έρασμος». Το εγχείρημα έχει τις ρίζες του στη δεκαετία του εξήντα. Αιρετικές φωνές της Αριστεράς επιχειρούν από τότε να αρθρώσουν το λόγο τους. Γίνονται παρέα. Μαθαίνουν να μιλάνε αψηφώντας παγιωμένα δόγματα και ασφυκτικές πεποιθήσεις. Προτιμούν τις προσηλώσεις, όπως θα έλεγε και ο κατ’ εξοχήν ποιητής αυτής της παρέας, παρά τις πεποιθήσεις. Και εμμένουν στην υπεράσπιση του ρίγους.   […]   Στις σελίδες των «Σημειώσεων», το Ρίγος και η Νόηση δεν είναι αντίπαλοι, ανταλλάσσουν θερμές χειραψίες, μας προσφέρονται ως σύμμαχοι.

Δευτέρα 16 Μαΐου 2011

Αιώνας εμπορίου

Ο Τάσος Λειβαδίτης σε σχέδιο του Γιάννη Ρίτσου.




























H προσφορά κι η ζήτηση ρυθμίζουνε την κοινωνία
έλεγε ο μεγάλος αδερφός μου Mαρξ. Ένα μικρό, ανήθικο
   εμπόριο
κάθε χειρονομία, κάθε λέξη, κι η πιο κρυφή σου σκέψη ακόμα,
μεγάλα λόγια στις γωνιές των δρόμων, οι ρήτορες σαν τους
   λαχειοπώλες
διαφημίζοντας όνειρα για μελλοντικές κληρώσεις
τα αισθήματα στο Xρηματιστήριο, στα λογιστικά βιβλία
   δούναι και λαβείν, πίστωση, χρέωση,
ισολογισμοί, εκπρόθεσμες συναλλαγματικές, μετοχές,
   χρεώγραφα
κι ας κλαίει αυτή η γυναίκα στο δρόμο, τί σημασία έχει;
«ζούμε σε μια μεγάλη εποχή», οι παπαγάλοι δεν κάνουν
   ποτέ απεργία
μικροί, ανάπηροι μισθοί αγορασμένοι με νεκρές
   περηφάνειες
γνώση αβέβαιη, πληρωμένη μ' όλη τη βέβαιη νειότη σου,
βρέχει νομίσματα, οι άνθρωποι τρέχουν σαν τρελλοί να τα
   μαζέψουν
νομίσματα όλων των εποχών, ελληνικά, ρωμαϊκά, της Bαβυλώνας,
   δολλάρια ασημένια
η βροχή είναι πυκνή, ανελέητη, πολλοί σκοτώνονται
πλανόδιοι έμποροι αγοράζουνε τα πτώματα ― θα χρειαστούν
   μεθαύριο
σαν ανεξόφλητες αποδείξεις της «μεγάλης μας εποχής»,
κι αυτούς τους λίγους στίχους χρειάστηκε ένα ολόκληρο
   θησαυροφυλάκιο πόνου, για να τους αποσπάσω
απ' τη φιλάργυρη αιωνιότητα, σαν τοκογλύφοι οι μέρες μας
μάς κλέβουν τη ζωή, τί ζέστη, θε μου, κι όμως βρέχει,
τί καιρός, μα δε θα μου τη σκάσετε εμένα, κύριοι,
είμαι ιδιοφυία στο είδος σας, πίστωση, χρέωση,
   ο Pοκφέλλερ άρχισε
πουλώντας καρφίτσες. Θα χτίσω, λοιπόν, κι εγώ ένα μεγάλο
   προστατευτικό σπίτι
με τις πέτρες που μου ρίξατε
σ' όλη τη ζωή μου.


Τάσος Λειβαδίτης, «Αιώνας εμπορίου», Ποιήματα (1958-1963), Αθήνα, εκδόσεις Κέδρος, 1978.

Τρίτη 10 Μαΐου 2011

Απόφθεγμα

                                                *

Σύντροφοι, μας τελείωσαν τα όνειρα. Αποταθείτε στο ταμείο αϋπνίας.

                                                *

Από τα "Σχέδια ανέφικτων λυρικών ποιημάτων" της συλλογής Βαποράκια του Μάριου Μαρκίδη (Αθήνα, εκδόσεις Νεφέλη, 1999, βλ. σελ. 55).

Κυριακή 8 Μαΐου 2011

Ποιητική

Μανόλης Αναγνωστάκης (1925-2005)

― Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μου πεις,
Tην ιερότερη εκδήλωση του Aνθρώπου
Tη χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιον
Tων σκοτεινών επιδιώξεών σας
Eν πλήρει γνώσει της ζημιάς που προκαλείτε
Mε το παράδειγμά σας στους νεωτέρους.

― Tο τί  δ ε ν πρόδωσες ε σ ύ να μου πεις
Eσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια,
Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια
Kαι μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αφτιά
N' ακούτε, με σφραγισμένα στόματα και δε μιλάτε.
Για ποια ανθρώπινα ιερά μάς εγκαλείτε;

Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις.
Ε ναι λοιπόν! Kηρύγματα και ρητορείες.

Σαν π ρ ό κ ε ς πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις.

Nα μην τις παίρνει ο άνεμος.


Μανόλης Αναγνωστάκης, «Ποιητική», Ο στόχος, από την ομαδική έκδοση Δεκαοχτώ Κείμενα, Αθήνα, Κέδρος, Ιούλιος 1970. Ενός λεπτού ακρόαση:
http://www.snhell.gr/lections/content.asp?id=21&author_id=1&page=anthology 
Και κάτι ακόμα: http://www.mednet.gr/archives/2001-4/pdf/335.pdf  

Σάββατο 7 Μαΐου 2011

Επιστολική δοκιμιογραφία

   Φίλε Κηρυκίδη,

   Θερμές ευχαριστίες για την παρέμβασή σου στο ποιητικό μου έργο. Δεν γνωριζόμαστε μεταξύ μας παρά ελάχιστα, μου έκανε όμως εντύπωση η ευπάθεια κι η εντιμότητά σου στην ανάγνωση της ποίησης, η σεμνότητα που σε υποχρεώνει να είσαι γενικά φειδωλός στις εκτιμήσεις σου, και -σε πολλά σημεία- η κριτική ευθυβολία σου. Μ’ εντυπωσίασε εξ ίσου και η άρτια ενημέρωσή σου περί τα ημέτερα εργοβιογραφικά. Σε εποχή μάλιστα που όλοι βιάζονται να καίνε όπως-όπως τους φακέλους… Θα φτάσουμε, ενώ θα τα ξέρουμε όλα για τον Μπάρροους και τον Γκίνσμπεργκ, να μη σκαμπάζουμε ποια είναι η διαφορά του Λειβαδίτη απ’ τον Αναγνωστάκη, και ποια περιουσία κεκοιμημένων ποιητών υπεξαίρεσε ο λεγόμενος Αφεντόπουλος.
   Θα ήθελα όμως να σου έλεγα, στα σοβαρά, και κάτι άλλο: με αναστατώνει σήμερα, που δεν έχω πια την παλιά μου ευλυγισία, να με συνδέουν τόσο αποκλειστικά με την εμπειρία μιας ορισμένης ιστορικής περιπέτειας του τόπου μας, με τη μέθη της και με την οικτρή έκβασή της, μ’ αυτό δηλαδή που συνηθίσαμε να εννοούμε αναφερόμενοι εξαπλουστευτικά σε «χαμένο κοινωνικό όραμα». Και θα ευχόμουν ν’ ανακαλύπτονταν κι άλλες εκδοχές (ή, τουλάχιστον, κι άλλα επίπεδα ερμηνειών) γι’ αυτόν τον, ας πούμε, «πεισιθανατισμό» που διατρέχει αναμφισβήτητα τα ποιήματά μου. Να μπορούσε να τα κοιτάξει κανείς κι από άλλες οπτικές γωνίες -χωρίς να αποκλείει οπωσδήποτε την προηγούμενη- είτε να μπορούσαν τα ίδια τα ποιήματα να επέβαλλαν μια πιο πρισματική ματιά στην πρόσβασή τους. Χωρίς να ζητάνε ασφαλώς χάρη… Ενδέχεται λ.χ. (κι εδώ εικασίες απλώς κάνω) να εκφράζουν στο μέτρο της δύναμής τους μιαν ιδιοσυγκρασιακή μάλλον ψυχική κατάσταση η οποία συντονίστηκε με τους ιστορικούς συγκεκριμένους όρους, παρά αποτελεί απότοκό τους. Αυτό συνέβη για παράδειγμα στον Δημήτριο Παπαρρηγόπουλο, τον Βάρναλη (ναι, τον Βάρναλη!), τον Σεφέρη, ποιητές δύσθυμους εκ γενετής αν και καχύποπτους πολιτικά ο ένας απέναντι στον άλλο, ποιητές που νομίζω ότι καταλαβαίνω όπως ένας ηδονοβλεψίας τον εφαψία.
   Ενδέχεται, δεύτερον, να με παράτησε σε κρίσιμη ηλικία ένα κορίτσι –κι εκεί να σταμάτησαν όλα, ή από κει να άρχισαν όλα (πράγμα που είναι το ίδιο). Τι άλλο ενδέχεται; Ενδέχεται όλα αυτά να μην είναι κατά βάθος παρά μια φιλολογική διάθεση, ένας παρακμιακός μπαροκισμός, μια μικροαστική διανοουμενίστικη υπόκριση ιστορικής απαισιοδοξίας. Το Κόμμα, τότε που διέθετε κύρος, την κατήγγειλε. Τη χλεύασε σκληρά, αλλά δεόντως. Άλλο ήττα, άλλο ανάπαυλα του κινήματος. Τα ποιήματα ορισμένων έπεσαν ανάμεσα στη μικρή ψυχή και την ανάπαυλα. Απόηχοι της μεγάλης βροντής… Δεν συμφωνώ. Δεν είμαι απόηχος. Δεν υπάρχουν απόηχοι παρά μόνο στη φαντασία των επισήμων ήχων.
   Ισχύει αυτό που έγραψα παραπάνω για τις ηχητικές συχνότητες. Κι όμως, στην πραγματικότητα πιστεύω ότι εσύ είσαι αυτός που έχει δίκιο. Η πηγή των ποιημάτων μου (τόσο μονότονα τραγικοφανών όπως τα βλέπω σήμερα, κι από ένα σημείο και πέρα απατηλά ειρωνιστικών, όπως όταν δοκιμάζει κανείς να διασκεδάσει με καλαμπούρια που αποδεικνύονται μάλλον κρύα τη μουδιασμένη ατμόσφαιρα στο πάρτι…), η πηγή των ποιημάτων μου επαναλαμβάνω, καθώς και των ποιημάτων των ομοίων μου στη διαστροφή, είναι αυτή η ακατανόητη ομαλότητα της ζωής, όταν το νόημα του να ζεις γενικώς έχει βάλει την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια του και τείνει να καταρρεύσει. Πεθαίνουμε από υπερβολική δόση ζωής, άλλος στον σταθμό Λαρίσης και στην Ομόνοια, άλλος στις Βρυξέλλες. […]

Οι πρώτες παράγραφοι από χαρακτηριστικό αυτοσχόλιο του Μάριου Μαρκίδη, γραμμένο στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 1994. Δημοσιεύθηκε στην προτελευταία ποιητική του συλλογή, Βαποράκια (Νεφέλη, 1999) και συμπεριλήφθηκε αντί επιλόγου στο μεταθανάτιο «Αφιέρωμα στον Μάριο Μαρκίδη» του λογοτεχνικού περιοδικού Σημειώσεις (τεύχος 58) τον Ιανουάριο του 2004.