[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011

Πατριωτικόν

Ελλάς πατρίς μου, δεν σ’ αγαπώ,
για σε δεν καίω κι εγώ λιβάνι·
πάντα για σένα κακό θα πω
κι ούτε σου πλέκω ποτέ στεφάνι.

Όμως συγχώρει τον μισητόν,
πατρίς γλυκεία και τροφοδότις·
κι εις τόσο πλήθος πατριωτών
ας είναι κι ένας μη πατριώτης.


Γεώργιος Σουρής, Εις την πατρίδα

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2011

Οι Ταραντίνοι


Κ. Π. Καβάφης (Αλεξάνδρεια, γύρω στο 1890)



























Θέατρα πλήρη, πανταχόθεν μουσική·
εδώ κραιπάλη και ασέλγεια, κ’ εκεί
αθλητικοί αγώνες και σοφιστικοί.
Του Διονύσου τ’ άγαλμα κοσμεί αμάραντος
στέφανος. Μία κώχη γης δεν μένει άρραντος
σπονδών. Διασκεδάζουν οι αστοί του Τάραντος.

Aλλ’ απ’ αυτά απέρχοντ’ οι Συγκλητικοί
και σκυθρωποί πολλά οργίλα ομιλούν.
Κ’ εκάστη τόγα φεύγουσα βαρβαρική
φαίνεται νέφος καταιγίδα απειλούν.


Κ. Π. Καβάφης, "Οι Ταραντίνοι διασκεδάζουν" [1898],
Αποκηρυγμένα, Αθήνα, εκδόσεις Ίκαρος, 1983.

Πολύ περισσότερα: www.kavafis.gr

Τρίτη 21 Ιουνίου 2011

Τα αποκηρυγμένα

Κ. Π. Καβάφης (1863-1933)
Επίλογος της εισαγωγής στην έκδοση των αποκηρυγμένων ποιημάτων (1886-1898) του Κ. Π. Καβάφη, Αθήνα, Ύψιλον / βιβλία, 1990:

[…]   Ψυχανάλυση στον Καβάφη δεν κάνω, ούτε και την παραδέχομαι στον Καβάφη. Λέω μόνο πως στα δέκα και παραπάνω χρόνια που γράφονται και δημοσιεύονται τα αποκηρυγμένα ποιήματα, τα κάθε λογής αποθαμένα του ποιητή (χωρίς να μιλάω μόνο για τους νεκρούς) δεν έχουν ακόμη ησυχάσει, δεν έχουνε συχωρεθεί – πάνε όμως σιγά σιγά να συχωρεθούν, έτσι ώστε αν είναι πολύ αποκηρυγμένο, για παράδειγμα, το Βακχικόν (1886), ίσως να είναι λιγότερο αποκηρυγμένοι οι Ταραντίνοι (1898). Κι εκείνο μάλιστα το στίχο «Δεν αποθνήσκουν οι θεοί. Η πίστις αποθνήσκει» (Μνήμη), θα έπρεπε ο ποιητής να μην τον αποκηρύξει καθόλου. Αυτό που μένει ως Καβάφης (ακριβέστερα ως 154 παραδεκτές διαδρομές του Καβάφη), είναι το κέρδος του τεχνίτη – βλέμμα και χέρι, τέχνη και μαστοριά που αποπλέουν απ’ την αφετηριακή οξύτητα της προβληματικής του προσωπικού βίου και στήνουν το εργαστήρι τους στην ιλαροτραγωδία του ιστορικού βίου. Ο αναγνώστης θα παρατηρήσει ότι, και έτσι ακόμη, η μια απογοήτευση διαδέχεται την άλλη, μα στο μεταξύ το μπακίρι της τέχνης έχει γυαλιστεί. Η τέχνη γενικεύει, καθαρίζει το λαιμό της, επεκτείνει τα μνημόσυνά της, αξιώνει εγωιστικά τον εαυτό της για τον εαυτό της. Πάνω απ’ τα αποθαμένα της, κοιτάζει πια τα συμφέροντά της: το πώς θ’ αγαπηθεί σήμερα χωρίς να χάσει, όσο αγάπησε χτες και έχασε. Νομίζω, εν παρόδω, ότι το ίδιο επιδιώκει κι ο Σολωμός, πέρα από οποιαδήποτε φιλολογική σύμπραξη που θέλουν να αποδείξουν οι φιλόλογοι, όταν ζητάει να υποτάξει πρώτα ο νους… Μα σ’ αυτό το σημείο δεν θα προχωρήσω. Τα 154 ποιήματα του Καβάφη είναι η τέχνη του, η ακριβή του τέχνη – και δεν χωρούν καμιά προγραμματική, εφαρμοσμένη ψυχολογία. Μα τα Αποκηρυγμένα ποιήματα ΕΙΝΑΙ, νομίζω, η ψυχολογία του (και η ψυχική του πάλη) – όσο λίγη κι αν είναι εκεί μέσα η τέχνη. Και για την ψυχολογία του ίσως και μόνο, που τον σκανδαλίζει όσο τον σκανδαλίζει η ψυχολογική σιωπή του Κάλβου, είναι που ζητάει ο Γιώργος Σεφέρης να γνωρίσουμε τα «αποκηρυγμένα» του Καβάφη. Μια έκκληση του τελειωμένου αναγνώστη στην ιστορία της γραφής, μια έκκληση μετακίνησης από τον «συντελεσμένο» ποιητή στον «δυνάμει» ποιητή. Ο ποιητής, είπε, δεν έχει πια να φοβηθεί τίποτε (εννοούσε μήπως τον κίνδυνο Θεοτοκά;). Φυσικά, δεν έχει τίποτε να φοβηθεί
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ. Δεν βρίσκεται εκεί.


2.4.90: «Νομίζω πως με παραδέχεσαι με μια ευγενική άρνηση». Κ.Μ.

Μάριος Μαρκίδης

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2011

Όλοι μαζί...

Όλοι μαζί κινούμε, συρφετός,
γυρεύοντας ομοιοκαταληξία.
Mια τόσο ευγενικιά φιλοδοξία
έγινε της ζωής μας ο σκοπός.

Aλλάζουμε με ήχους και συλλαβές
τα αισθήματα στη χάρτινη καρδιά μας,
δημοσιεύουμε τα ποιήματά μας
για να τιτλοφορούμεθα ποιητές.

Aφήνουμε στο αγέρι τα μαλλιά
και τη γραβάτα μας. Παίρνουμε πόζα.
Aνυπόφορη νομίζουμε πρόζα
των καλών ανθρώπων τη συντροφιά.

Mόνο για μας υπάρχουν του Θεού
τα πλάσματα και, βέβαια, όλη η φύσις.
Στη Γη για να στέλνουμε ανταποκρίσεις,
ανεβήκαμε στ' άστρα τ' ουρανού.

Kι αν πειναλέοι γυρνάμε ολημερίς,
κι αν ξενυχτούμε κάτου απ' τα γεφύρια,
επέσαμε θύματα εξιλαστήρια
του «περιβάλλοντος», της «εποχής».


Κ. Γ. Καρυωτάκης, "Ολοι μαζί...", Σάτιρες, 1927.

Τετάρτη 8 Ιουνίου 2011

Για τον Καρυωτάκη

Κ. Γ. Καρυωτάκης (1896-1928)

Βύρων Λεοντάρης, «Θέσεις για τον Καρυωτάκη», περιοδικό Σημειώσεις, τεύχος πρώτο, Αθήνα, Σεπτέμβρης 1973. Η εισαγωγική και η καταληκτική «Θέση» παρατίθενται εδώ:
  

Ι.   Υπάρχουν ποιητές τελεσίδικα γνωστοί, υπάρχουν και ποιητές που τους ανακαλύπτουμε αδιάκοπα. Ο Καρυωτάκης είναι ο ποιητής που απωθούμε.
[…]
VIII.   Όλες οι λογοτεχνίες εκδικούνται τα βλάσφημα παιδιά τους, καθεμιά με τον τρόπο της. Η νεοελληνική λογοτεχνία, καθόλου εύρωστη, αναιμική και κομφορμιστική, επιβιώνουσα ακόμα μέχρι σήμερα κάτω από τους ίδιους ακριβώς κοινωνικούς όρους ύπαρξης που διέγραψε ο Καρυωτάκης (επαιτεία της αναγνώρισης, έπαθλα και βραβεία, βιομηχανοποιημένες μεταφράσεις, εκδόσεις «απάντων» προθανάτιες και μεταθανάτιες, ανθολογίες κ.λπ.) δεν φαίνεται ικανή για μια σοβαρή εκδίκηση στην πρόκληση του Καρυωτάκη. Με όλους τους μηχανισμούς της δεν κατορθώνει να τον εντάξει (δηλαδή να τον αφανίσει) θετικά ή αρνητικά στο σύστημα των αξιών της. Του έδωσαν θέση στις ανθολογίες – μα οι σελίδες του μοιάζουν να θέλουν να ξεκολλήσουν και να φύγουν. Του κάνουν διαλέξεις – όπου τελικά δεν λέγεται τίποτε γι’ αυτόν. Θέλουν ακόμη να του στήσουν και προτομή – μα το μάρμαρο ασφαλώς θα ραγίσει… Ή. Δημιουργούν το πλάσμα του «καρυωτακισμού» για να τον σαβανώσουν μέσα σ’ αυτό – αλλά «καρυωτακισμός» δεν υπήρξε ποτέ, είναι το πιο ανύπαρκτο μυθολογικό τέρας της νεοελληνικής ποίησης. Επιχειρούν αισθητικές και φιλοσοφικές τοποθετήσεις του χωρίς αισθητική και χωρίς φιλοσοφία – όμως τα πιο έγκυρα κριτικά κείμενα που γράφτηκαν ποτέ για Έλληνα ποιητή, δηλαδή τα κείμενα Παράσχου, Άγρα, Μαλάνου, δεν σβήνουν. Και τώρα τελευταία τον πετούν στην κατανάλωση, συνδέοντάς τον με τις ασημαντότητες της νεοαντιστασιακής κομφορμιστικής «αμφισβήτησης» – μα η δίψα του κόσμου για τις πηγές γίνεται όλο και εντονώτερη. Δεν μένει παρά ο μηχανισμός της απώθησης, γιατί η ωραία μας ποίηση πρέπει να ζήσει και να προκόψει. Και δεν αντέχει αυτόχειρες και βλάσφημους. Είναι βέβαια και η απώθηση μια μορφή ένταξης. Όμως κάθε φορά που η ελληνική ποίηση απελπίζεται, δηλαδή κάθε φορά που γίνεται ποίηση, ο Καρυωτάκης είναι εξακολουθητικά παρών. 

Νεώτερες βιβλιογραφικές προτάσεις για τον Καρυωτάκη:
*   Δημήτρης Αγγελάτος, Διάλογος και ετερότητα. Η ποιητική διαμόρφωση του Κ. Γ. Καρυωτάκη, Αθήνα, εκδόσεις Σοκόλη, 1994.
*   Καρυωτάκης και καρυωτακισμός, πρακτικά επιστημονικού συμποσίου (31/1-1/2 1997), Αθήνα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1998.
*   Πολύ περισσότερα: http://www.netschoolbook.gr/b1-log-karyotak.html