Αλέξανδρος Μπάρας (1906-1990) |
«Σουδάν, 1901»
Η πινακίδα αυτή, βαλμένη
στο κλουβί του
για τους περίεργους του
«Ζωολογικού»,πόσες φορές δεν ξέβαψεν από τα καλοκαίρια,
που πέρασαν και πέρασαν,
πόσες φορές δεν βάφτηκε ξανά!
Σε τόσα έτη αιχμαλωσίας,
πόσα και πόσα χιλιόμετρα
ανυπομονησίας,
περπατημένα σε δέκα τετραγωνικά!
Εικοσιτετράωροι αιώνες
τον έκαμαν νευρασθενήχωρίς να τον δαμάσουν.
Δεν πιάστηκε δα και μικρός,
για να μην έχει παρελθόν,
να μη θυμάται…
Απεναντίας!
Η μνήμη του στον τόπο της:
Εκείνες του Μπαχρ-Ελ-Γκαζάλ
οι νύχτες, …τότε, …οι τόσο φωτεινές,
οι πρώτοι του έρωτες κάτω απ’ τ’ άστρα,
οι θριαμβικές διαδρομές
στα μάκρη της ερήμου,
τα χόρτα, απ’ όπου τις γαζέλες καιροφυλακτούσε,
οι βράχοι, που ήλιος τροπικός τους πυρπολούσε,
ο ποταμός, που ξεδιψούσε,
πού είναι; πού είναι;
πόσος καιρός να πέρασε;
πόσος καιρός;..
Εικοσιτετράωροι αιώνες
τον έκαμαν νευρασθενήχωρίς να τον δαμάσουν.
Το όλον του ακόμα μεγαλοπρεπές,
όσο κι αν πέρασαν τα έτη,
παρ’ όλες τις μεγάλες κακουχίες
που υπέφερε μες στον παγκόσμιο πόλεμο
με οικονομίες στις τροφές
και άλλες αθλιότητες…
Το θηριώδες απ’ τα μάτια του δεν έφυγε,
όσο κι αν πέρασαν τα έτη·
δεμένοι οι μυς στο σώμα του σφιχτά,
κι ωραία πάντα η χαίτη,
όσο κι αν πέρασαν τα έτη…
Δεν αγριεύει πια, δεν
εξανίσταται·
όχι πως του ‘γινε συνήθεια
η σκλαβιάκαι πως την υποφέρει,
αλλά μονάχα – από συναίσθηση – περιφρονεί
και στέκεται στο ύψος του.
Η Κυριακή, σαν έρχεται, το
ξέρει,
από λεπτή διαίσθησητην έμαθε, με το συνωστισμό της,
με τ’ αναιδή κυνάρια στων κυριών τις αγκαλιές
πόρχουνται και γαβγίζουνε έξω από το κλουβί του,
που χαίρονται τον κόσμο, ενώ διαρκώς πεθαίνει…
…Δεν πιάστηκε δα και
μικρός,
για να μην έχει παρελθόν,να μη θυμάται…
…Ω, νύχτες του
Μπαχρ-Ελ-Γκαζάλ
κάτω από τ’ άστρα!(Κι ω, τύχη του, τόσο όμοια
με κάποιες των ανθρώπων!)
Αλέξανδρος Μπάρας (Μενέλαος Αναγνωστόπουλος), "Λέων αφρικανικός"