[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012

Πολυτεχνείο 1973

Γ. Χειμωνάς (1938-2000)
έξι χιλιάδες νέοι κι έφηβοι παιδιά και κλείστηκαν με φωνές. Απ’ έξω ένας στρατός να πολιορκεί κι άλλος λαός και φώναζε. Ξαφνικά κατέβηκε μια σιωπή κι αυτοί οι νέοι βάρυναν. Αισθάνθηκαν ν’ αποχτούν ένα ακατανίκητο βάρος και σαν ένα τεράστιο  και ταραγμένο σύμπλεγμα όπως εκείνα τα σπαραγμένα ανθρώπινα μαζώματα της καταστροφής. Αβάσταχτα σώματα κι άρχισαν να βουλιάζουν ξαφνικά μέσα στην γη κι οι ακίνητες χειρονομίες τους αναπήδησαν από την γη σαν τελευταίοι θάμνοι και χαθήκαν. Σ’ εκείνο το μέρος η γη δεν άντεξε και υποχώρησε σαν μια καθίζηση και χωρίς κανέναν κρότο ο σωρός βούλιαζε μαρμαρωμένος κι αργά σαν καράβι και τεντωμένα άλογα που πέφτουν σε γκρεμνό κι έσπανε σε μεγάλα κομμάτια το κάθε κομμάτι μεγαλύτερο από το ολόκληρο. Γλιστράν βαθιά και βυθίζονται βαριά κι αργά στα μαλακά βάθη της γης που έχουν ένα τρυφερό χώμα και πιο βαθιά απ’ όλες τις ρίζες κι απ’ όλους τους τάφους κι ακόμα πιο βαθιά κι από τις παραχωμένες άγκυρες του κακού και σκαλωμένες. Απότομα η γη έγειρε κι έκανε μια κλίση προς τα εκεί. Αλλά κανείς δεν πλησιάζει το βάραθρο και όλοι αποστρέφονται. Κανείς ποτέ δεν θα τολμήσει να σκύψει και να δει κι ούτε κι οι μάνες.
Κανείς να μην τολμήσει.
 
Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά Ο γάμος, Αθήνα, Κέδρος, 1974.

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

Για την Κική Δημουλά

[…]   Μ’ όλα ταύτα, κι εκεί ήθελα να καταλήξω (μα ίσως και να φταίει η επαγγελματική μου παραμόρφωση, που αυτοδιαφημίζεται σαν θεραπευτική αποτελεσματικότητα), τίποτα δεν γίνεται, μ’ όλο το απελπισμένο αναποδογύρισμα της σκηνοθεσίας, τις υστεροβουλίες των παρασκηνίων, μ’ όλη την αφύσικη ανάθεση αλλότριων καθηκόντων στις λέξεις, τίποτα απολύτως δεν γίνεται. Το Χαίρε δεν γίνεται να ακυρώσει το δρομολόγιο του Χάρου, ποτίζοντάς τον κρυφά φωνήεντα, η μνήμη, - δηλαδή η γλώσσα, δεν μπορεί να ξεκλειδώσει την πόρτα του ανεπίστρεπτου, να υλοποιήσει την υπόσχεση του ανέλπιστου, δεν τα παρατάει βέβαια, ρίχνει και ξαναρίχνει το παραγάδι της, μα ποτέ δεν ψαρεύει ανάσταση, ενώ καθημερινά ψαρεύει «χαρογραφία». Σ’ αυτό το είδος της ψαριάς, άλλωστε, ίσως να ήταν πιο πετυχημένος κι ο Άγγελος Σικελιανός, αν και δεν πιστεύω πως ποτέ θα το παραδεχότανε. Τελικά, μνήμη και γλώσσα, παρά τις απεργίες και τις αντιαπεργίες τους, παρά τις υπεκφυγές και τα τσαλίμια τους, τηρούν

κατά γράμμα τους νεκρούς.
 
   Ψέματα είπα. Κάτι ασφαλώς και γίνεται. Κάποια περιουσιακά στοιχεία ξαναβγαίνουνε στο φως (ή μήπως και είμαστε νεόπλουτοι;), καθώς γιατρεύεται σιγά-σιγά εκείνη η ιστορία της πτώχευσης (η ιδιοκτησία, το εμπόριο, έχουνε τη δική τους παθολογία). Σύμφωνα με τις καθημερινές συνήθειες του χαμένου της οδού Σταδίου, που όσο ήταν εν ζωή αγαπούσε να περιηγείται τον πατημένο χρόνο, η Δημουλά βιάζεται να υποστείλει τη σημαία, επισπεύδει κατά τη δύναμή της των ερειπίων την ερείπωση, - θέλω να πω ότι καθαρογράφει τα ερείπια της ζωής της, γκρεμίζοντας στη ζούλα και το τελευταίο ευσυνείδητο κεραμίδι. Μα έτσι αναστηλώνει, για μας τους τζαμπατζήδες του πένθους, τη λειτουργία της ποίησης (δε λέω πως χαίρεται την αναστήλωση), - “το χάσμα που άνοιξε ο σεισμός ευθύς εγιόμισ’ άνθη”, κι ας μένει το χάσμα πάντα χάσμα…
 
Έγινε δεκτή η παραίτησή σου
                                            (Δελτίον άμμου)
 
   Ξέρουμε, βέβαια, πως δεν έγινε δεκτή η παραίτησή ΤΟΥ, από τότε που νομίσαμε πως σα ν’ άρχισε να γερνάει στη φωτογραφία του και για όλο τον καιρό της Δημουλά, μόνο που η αδηφάγα ποίηση, που κλείνει ανελέητα τα δικά της πένθη ακόμη κι όταν οι μέρες και τα ρούχα μας συνεχίζουν το πένθος τους ασίγαστα, σκέφτεται τώρα όλο και πιο πολύ τα συμφέροντά της (δεν πρέπει να πιστέψουμε πως κλαίει λιγότερο), μετράει πιο πολύ τα κέρδη της, - κι είναι τα κέρδη πολλά. Και τα κέρδη συνεχίζονται, αυγαταίνουν σχεδόν μόνα τους, λες και η ποίηση είναι ο μέγας εφοπλιστής, ακόμη και τότε που η ποιήτρια, ενοχλημένη από τις επώδυνες ευκαιρίες που άρπαξε η ποίησή της για να ανέβει, γεμάτη τύψεις για την πτήση της, σε ρήξη με τον εαυτό της, εκρήγνυται:
 
Στο διάλο, πα’ να φύγω…
 
   Οι περιστάσεις με έφεραν σε «τελειωτικές» στιγμές κοντά στην Κική Δημουλά (μόλις έπαυε η οδός Σταδίου να είναι πεζόδρομος), και τώρα οι ίδιες περίπου περιστάσεις μας κάνουν να ξανασυναντιόμαστε πάλι σ’ ένα χλωμό διανυκτερεύον φαρμακείο, εγώ υποτίθεται παυσίλυπος, εκείνη περίλυπη, μα, στην πραγματικότητα, για πρώτη φορά, ανακαλύπτοντας κι οι δυο μας στα ράφια του φαρμακείου το κοινό σθένος της πίκρας,
 
                               την ισότητα των πόνων.
 
   Σκέπτομαι πως η Κική είχε πιο πολύ τα μέσα στην ποίηση, κι εγώ πιο πολύ τα μέσα στ’ αναλγητικά. Μα δεν το `χω σκοπό να εξηγηθώ περισσότερο. Θα σημειώσω μόνο, σ’ αυτή την «αθώα θέση», ξοδεύοντας το δικό μου μερίδιο από την κληρονομιά του Καβάφη (και για κάθε εξοργιστικά σχεδόν ανίατο πόνο) μια κοντινή μου ημερομηνία και μια ξένη κατάθεση. 29.12.88:
 
Μετά από τρία χρόνια
ποιος ζει ποιος ονειρεύεται.
                                            (Εναλλακτικές χρήσεις)
 
   Απολογία: παραδέχομαι πως εκμεταλλεύθηκα τα πάντα για λογαριασμό μου, το έχω ξανακάνει. Και παρακαλώ τον αναγνώστη να θυμάται πως, ό,τι γράφω εδώ, τα ποιήματα της Δημουλά το λένε τρις καλύτερα.


Από το δοκίμιο του Μάριου Μαρκίδη Είναι και ποτέ. Ερμηνευτική πρόσβαση στα ποιήματα της Κ. Δημουλά, Αθήνα, εκδ. Έρασμος, Μάρτιος 1989.

Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2012

Αγγελίες

Κική Δημουλά (1931-)
Διατίθεται ἀπόγνωσις
εἰς ἀρίστην κατάστασιν,
καὶ εὐρύχωρον ἀδιέξοδον.
Σὲ τιμὲς εὐκαιρίας.

Ἀνεκμετάλλευτον καὶ εὔκαρπον
ἔδαφος πωλεῖται
ἐλλείψει τύχης καὶ διαθέσεως.

Καὶ χρόνος
ἀμεταχείριστος ἐντελῶς.

Πληροφορίαι: Ἀδιέξοδον
Ὥρα: Πᾶσα.

Κική Δημουλά, «Αγγελίες» (από την ποιητική συλλογή Ερήμην, Αθήνα, 1958).