Νύχτες τῶν γυρισμῶν ἀναπότρεπτες κι ἡ πόλη νεκρὴ
Τὴν ἀσήμαντη παρουσία μου βρίσκω σὲ κάθε γωνιὰ
Ακόμα μιὰ σπίθα τρεμόσβηστη στὶς ὑγρές μου παλάμες.
Κανένας μὲ γνώριζε).
θὰ ντυθεῖς μιὰ καινούργια φορεσιὰ
καὶ θὰ ’ρθεις νὰ σφίξεις
τὰ χέρια μου
παλιέ μου φίλε
τῆς καρδιᾶς σου
Κι ἕνα ἄνθος φυτρωμένο
στὴν ὥριμη πικραμένη σου μνήμη.
κι ἀπροσδόκητο
θὰ σὲ φέρει μαζὶ μὲ τὴ νιότη μας
καὶ τὰ ὄνειρά μας.
περσότερο
ἀπὸ κάθε μου ἀγάπη
κι ἀγάπη σου
παλιέ μου φίλε.
Μίκης Θεοδωράκης (μουσική) – Μανόλης Αναγνωστάκης (ποίηση), «Μπαλάντες», 1975.
Μανόλης Αναγνωστάκης |
Δρόμοι
παλιοὶ ποὺ ἀγάπησα καὶ μίσησα ἀτέλειωτα
Κάτω
ἀπ᾿ τοὺς ἴσκιους τῶν σπιτιῶν νὰ περπατῶΝύχτες τῶν γυρισμῶν ἀναπότρεπτες κι ἡ πόλη νεκρὴ
Τὴν ἀσήμαντη παρουσία μου βρίσκω σὲ κάθε γωνιὰ
Κάμε
νὰ σ᾿ ἀνταμώσω, κάποτε, φάσμα χαμένο τοῦ πόθου μου
Κι
ἐγὼ ξεχασμένος κι ἀτίθασος νὰ περπατῶ κρατώνταςΑκόμα μιὰ σπίθα τρεμόσβηστη στὶς ὑγρές μου παλάμες.
(Καὶ
προχωροῦσα μέσα στὴ νύχτα χωρὶς
Νὰ
γνωρίζω κανένανε κι οὔτε Κανένας μὲ γνώριζε).
Μανόλης Αναγνωστάκης, «Πέντε
μικρά θέματα», ΙΙΙ, Εποχές
(1941-1944), Θεσσαλονίκη,
ιδιωτική έκδοση, Οκτώβριος 1945.
Ὅταν
μιὰν ἄνοιξη χαμογελάσειιδιωτική έκδοση, Οκτώβριος 1945.
Μίκης Θεοδωράκης και Μανόλης Αναγνωστάκης |
θὰ ντυθεῖς μιὰ καινούργια φορεσιὰ
καὶ θὰ ’ρθεις νὰ σφίξεις
τὰ χέρια μου
παλιέ μου φίλε
Κι
ἴσως κανεὶς δὲ σὲ προσμένει
νὰ γυρίσεις
Μὰ
ἐγὼ νιώθω τοὺς χτύπουςνὰ γυρίσεις
τῆς καρδιᾶς σου
Κι ἕνα ἄνθος φυτρωμένο
στὴν ὥριμη πικραμένη σου μνήμη.
Κάποιο
τρένο τὴ νύχτα
σφυρίζοντας
ἢ
ἕνα πλοῖο μακρινὸσφυρίζοντας
κι ἀπροσδόκητο
θὰ σὲ φέρει μαζὶ μὲ τὴ νιότη μας
καὶ τὰ ὄνειρά μας.
Κι
ἴσως τίποτα ἀλήθεια
δὲν ξέχασες
μὰ
ὁ γυρισμὸς πάντα ἀξίζειδὲν ξέχασες
περσότερο
ἀπὸ κάθε μου ἀγάπη
κι ἀγάπη σου
παλιέ μου φίλε.
Μίκης Θεοδωράκης (μουσική) – Μανόλης Αναγνωστάκης (ποίηση), «Μπαλάντες», 1975.