[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

Παλιά τραγούδια


Μανόλης Αναγνωστάκης


 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Δρόμοι παλιοὶ ποὺ ἀγάπησα καὶ μίσησα ἀτέλειωτα
Κάτω ἀπ᾿ τοὺς ἴσκιους τῶν σπιτιῶν νὰ περπατῶ
Νύχτες τῶν γυρισμῶν ἀναπότρεπτες κι ἡ πόλη νεκρὴ
Τὴν ἀσήμαντη παρουσία μου βρίσκω σὲ κάθε γωνιὰ

Κάμε νὰ σ᾿ ἀνταμώσω, κάποτε, φάσμα χαμένο τοῦ πόθου μου
Κι ἐγὼ ξεχασμένος κι ἀτίθασος νὰ περπατῶ κρατώντας
Ακόμα μιὰ σπίθα τρεμόσβηστη στὶς ὑγρές μου παλάμες.

(Καὶ προχωροῦσα μέσα στὴ νύχτα χωρὶς
Νὰ γνωρίζω κανένανε κι οὔτε
Κανένας μὲ γνώριζε).

Μανόλης Αναγνωστάκης, «Πέντε μικρά θέματα», ΙΙΙ, Εποχές (1941-1944), Θεσσαλονίκη,
ιδιωτική έκδοση, Οκτώβριος 1945.



Μίκης Θεοδωράκης και Μανόλης Αναγνωστάκης
 
Ὅταν μιὰν ἄνοιξη χαμογελάσει
θὰ ντυθεῖς μιὰ καινούργια φορεσιὰ
καὶ θὰ ’ρθεις νὰ σφίξεις
τὰ χέρια μου
παλιέ μου φίλε

Κι ἴσως κανεὶς δὲ σὲ προσμένει
νὰ γυρίσεις
Μὰ ἐγὼ νιώθω τοὺς χτύπους
τῆς καρδιᾶς σου
Κι ἕνα ἄνθος φυτρωμένο
στὴν ὥριμη πικραμένη σου μνήμη.

Κάποιο τρένο τὴ νύχτα
σφυρίζοντας
ἢ ἕνα πλοῖο μακρινὸ
κι ἀπροσδόκητο
θὰ σὲ φέρει μαζὶ μὲ  τὴ νιότη μας
καὶ τὰ ὄνειρά μας.

Κι ἴσως τίποτα ἀλήθεια
δὲν ξέχασες
μὰ ὁ γυρισμὸς πάντα ἀξίζει
περσότερο
ἀπὸ κάθε μου ἀγάπη
κι ἀγάπη σου
παλιέ μου φίλε.
 
Μίκης Θεοδωράκης (μουσική) – Μανόλης Αναγνωστάκης (ποίηση), «Μπαλάντες», 1975.

Σάββατο 18 Μαΐου 2013

Dummheit

Νίκος Εγγονόπουλος
   […]   Σημειωτέον ότι στο μεταξύ ο πόλεμος είχε φτάσει πια ως εδώ. Στρατεύθηκα* και με έστειλαν στην πρώτη γραμμή, στην «γραμμή πυρός», όπου με βαστήξανε πεισματάρικα, μέχρι το τέλος των επιχειρήσεων. Δίχως καμιάν ανάπαυλα, αν εξαιρέσω ένα αρκετά βασανιστικό «ιντερμέδιο» στη «Διλοχία Πειραιώς», απλούν «πειθαρχικόν λόχον». Γιατί κανείς δεν αγνοεί ότι, ιδιαίτερα στην περίοδο της όντως αλησμονήτου «4ης Αυγούστου», ο όρος «διανοούμενος» συνεπήγετο και την έννοια του «υπόπτου». Ύστερα από φονικότατη μάχη, στις 13 Απριλίου 1941, συνελήφθην αιχμάλωτος, κρατήθηκα, με τους συναδέλφους μου, παρανόμως, από τους Γερμανούς, σε στρατόπεδα «εργασίας αιχμαλώτων», δραπέτευσα, αλώνισα, με τα πόδια, πάνω από την μισήν Ελλάδα, και τέλος επέστρεψα εις τα ίδια. Η εχθρότης και τα «rires jaunes» διατηρόνταν ακόμη αναλλοίωτα, και διετηρήθησαν μέχρι την εποχή του «Μπολιβάρ». Το ποίημα άρεσε στην τότε νεολαία και, σιγά-σιγά, η κατάσταση άρχισε να μαλακώνη. Ίσαμε το σημείο να μου απονεμηθή, το 1958, από το Υπουργείο Παιδείας, το «Α´ βραβείο ποιήσεως» για την εκδοθείσα τον προηγούμενο χρόνο συλλογή μου, αλλά και «διά την προτέραν ποιητικήν προσφοράν» μου. Είναι η μόνη τιμή που μου έγινε ποτέ από το επίσημο κράτος. Με ξάφνιασε δε διπλά, γιατί πρώτον δεν είχα κάμει καμιάν αίτηση και, ως το συνηθίζω, κανένα διάβημα, γι’ αυτό το σκοπό, αλλά και γιατί τα περισσότερα μέλη της Επιτροπής δεν ήσαν φίλοι της δουλειάς μου, και πολλά εξακολουθούν να μην είναι και σήμερα.
   Είπα, πιο πάνω, ότι οι βιαιότητες των εναντίον μου επιθέσεων δεν με σταματήσανε ποσώς από του να ζωγραφίζω και να «γράφω» ποιήματα. Δεν μπορώ όμως να πω ότι δεν με δυσκόλεψαν, και πολύ μάλιστα, στη ζωή μου. Καθώς δεν είμαι «οικονομικώς ανεξάρτητος», και μη έχοντας ικανότητα καμιά γι’ αυτά που λεν «διπλωματίες», εργάστηκα συνεχώς, σκληρά, ως υπάλληλος, χωρίς να λείψω ούτε στιγμή. Για να εξασφαλίσω και την ελευθερία μου, και τον λίγο καιρό, και τα ακόμη λιγώτερα μέσα που μου επέτρεψαν να εργαστώ καλλιτεχνικά. Ένας Θεός ξέρει τι απαιτητική, τι πολυδάπανη είναι η ζωγραφική επιστήμη. Τον Μαικήνα δεν τον συνήντησα ποτέ. Υπήρξα καλός υπάλληλος κι αυτό μου το επιτρέπουν ναν το πω τα διάφορα πιστοποιητικά «ικανοποιήσεως» των κατά καιρούς, λίγων ευτυχώς, εργοδοτών μου. Εύκολο να φανταστή κανείς με τι επιεική διάθεση οι διάφοροι εργοδόται είχαν την όρεξη να του εξασφαλίσουν «τα προς το ζην», σε υφιστάμενο που είχε την φήμη του ποιητού, και μάλιστα του «σκανδαλώδους ποιητού»! Ένας-δυο μού εφέρθηκαν και αφάνταστα σκληρά. Σήμερα, η πείρα μου μού επιτρέπει ναν το πω, με απόλυτη ευθύνη, πως, στον τόπο μας, και μάλιστα στα χρόνια τα δικά μας, η εκτίμησις εκδηλώνεται με αμείλικτη καταδίωξη. Πιστεύω πως, παλαιότερα, τον πνευματικό άνθρωπο, η νεο-ελληνική κοινωνία τον περιέβαλλε μόνο μ’ απόλυτη αδιαφορία, δίχως μίσος.
   Πάντως το πλέον οδυνηρό της όλης προπολεμικής μου αυτής περιπέτειας ήταν άλλο. Η στάσις των «ανθρώπων του πνεύματος» και των «συναδέλφων» γύρω μου. Από τους αδιάφορους προς την ποίηση, ή μάλλον τους ξεκάθαρα εχθρούς της ποιήσεως, οι λοιδωρίες κι οι επιθέσεις σ’ έναν γνήσιο εκπρόσωπό της. Χαρά τους να τον βρίσουν, να προσπαθήσουν να τον εξοντώσουν. Μέχρις εκείνων που μπορούσανε να καταλάβουν τι έλεγα, και να προσπαθήσουν να απαλύνουν, να κατευνάσουν το άνομο φέρσιμο, αλλά δεν το έκαμαν, ωθούμενοι είτε από συμφέρον, είτε από σκέτη ζήλεια. Μιαν απέραντη κλίμακα, απαισία τη θέα, ανθρωπίνων αδυναμιών και ανανδρίας. Μπροστά μου, άλλοι μου έκαναν τον φίλο, άλλοι τον επιεική, πίσω μου όλοι τους συνένωναν τις φωνές τους με το σκυλολόι. Να μη λείψουν να εκδικηθούν, με τον τρόπο τους, εκείνον που έκανε αυτό που κι οι ίδιοι θα ποθούσαν να έκαναν, αλλά δεν είχαν την ικανότητα.
   Κι οι Θεοί ηττώνται όταν τα βάλουν με τη βλακεία (Dummheit), λέει ο Γερμανός ποιητής. Πού θα βρισκόμουν καταβαραθρωμένος, που δεν είμαι, απλώς, παρά ένας ζωγράφος και ποιητής με σώμα θνητό; Αν εσώθηκα, αυτό το χρωστώ στους ελάχιστους φίλους που μου παραστάθηκαν. Και, προ πάντων, σε δύο  μ ε γ ά λ ο υ ς  που μ’ ευεργετήσανε ποικιλοτρόπως, και για τους οποίους πρέπει να πω εδώ την μεγάλη μου ευγνωμοσύνη. Εννοώ τον μεγάλο ζωγράφο Κωνσταντίνο Παρθένη και τον μεγάλο ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκο.
   […]

Νίκος Εγγονόπουλος, «Σημειώσεις» (απόσπασμα), Ποιήματα, τόμος Α’, εκδ. Ίκαρος, 21985.
 
* Ιανουάριος 1941: Ο Εγγονόπουλος επιστρατεύεται για το αλβανικό μέτωπο.

Ενθύμιον





Νίκος Εγγονόπουλος,

Au rendez-vous Allemand,

"Ενθύμιον της κατοχής.

Αθηναία κυρία μπροστά

σε Γερμανό κατακτητή",

ελαιογραφία.


Πηγή: www.engonopoulos.gr 

Σάββατο 4 Μαΐου 2013

Η Γυναίκα της Ζάκυθος

ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΕΓΚΑΤΟΙΚΟΥ ΕΙΣ ΞΩΚΛΗΣΙ ΖΑΚΥΝΘΟΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 1: Ο ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΠΙΚΡΑΙΝΕΤΑΙ

1. Εγώ Διονύσιος Ιερομόναχος, εγκάτοικος στο ξωκλήσι του Αγίου Λύπιου, για να περιγράψω ό,τι είδα, λέγω:
2. Ό,τι εγύριζα από το μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου, όπου είχα πάει για να μιλήσω με έναν καλόγερο για κάτι υπόθεσες ψυχικές και για δέησες για το έθνος που πολεμάει,
3. και ήτανε καλοκαίρι, και ήταν η ώρα οπού θολώνουνε τα νερά, και είχα φθάσει στα Τρία Πηγάδια, και ήταν εκεί τριγύρου η γη όλο νερά, γιατί πάνε οι γυναίκες και συχνοβγάνουνε.
4. Εσταμάτησα σε ένα από τα Τρία Πηγάδια, και απιθώνοντας τα χέρια μου στο φιλιατρό του πηγαδιού έσκυψα να ιδώ αν ήτουν πολύ νερό·
5. και το είδα ως τη μέση γιομάτο και είπα: «Δόξα σοι ο Θεός!
6. »γλυκιά η δροσιά που στέρνει για τα σπλάχνα του ανθρώπου το καλοκαίρι, μεγάλα τα έργα Του, και μεγάλη η αφχαριστία του ανθρώπου.
7. »Και οι δίκαιοι κατά τη Θεία Γραφή πόσοι είναι;» Και συλλογίζοντας αυτό επέσανε τα μάτια μου στα χέρια μου, οπού ήτανε απιθωμένα στο φιλιατρό.
8. Και θέλοντας να μετρήσω με τα δάχτυλα τους δίκαιους ασήκωσα από το φιλιατρό το χέρι μου το ζερβί, και κοιτώντας τα δάχτυλα του δεξιού είπα: «Τάχα να είναι πολλά;»
9. Και αρχίνησα και εσύγκρενα τον αριθμό των δικαίων οπού εγνώριζα με αυτά τα πέντε δάχτυλα, και βρίσκοντας πως ετούτα επερισσεύανε, ελιγόστεψα το δάχτυλο το λιανό, κρύβοντάς το ανάμεσα στο φιλιατρό και στην απαλάμη μου.
10. Και έστεκα και εθεωρούσα τα τέσσερα δάχτυλα για πολληώρα, και αιστάνθηκα μεγάλη λαχτάρα, γιατί είδα πως ήμουνα στενεμένος να λιγοστέψω, και κοντά στο λιανό μου δάχτυλο, έβαλα το σιμοτινό του στην ίδια θέση.
11. Εμνέσκανε το λοιπόν από κάτου από τα μάτια μου τα τρία δάχτυλα μοναχά, και τα εχτυπούσα ανήσυχα απάνου στο φιλιατρό, για να βοηθήσω το νου μου να εύρει κάνε τρεις δίκαιους.
12. Αλλά επειδή αρχινήσανε τα σωθικά μου να τρέμουνε σαν τη θάλασσα που δεν ησυχάζει ποτέ,
13. ασήκωσα τα τρία μου έρμα δάχτυλα, και έκαμα το σταυρό μου.
14. Έπειτα, θέλοντας να αριθμήσω τους άδικους, έχωσα το ένα χέρι μες στην τσέπη του ράσου μου και το άλλο ανάμεσα στο ζωνάρι μου, γιατί εκατάλαβα, αλίμονον!, πως τα δάχτυλα δεν εχρειαζόντανε ολότελα.
15. Και ο νους μου εζαλίστηκε από το μεγάλον αριθμό· όμως με παρηγορούσε το να βλέπω πως καθένας κάτι καλό είχε απάνου του.
16. Και μου ήρθε στο νου μου περσότερο από όλους αυτούς η Γυναίκα της Ζάκυθος, η οποία πολεμάει να βλάφτει τους άλλους με τη γλώσσα και με τα έργατα, και ήταν έχθρισσα θανάσιμη του έθνους.
17. Και γυρεύοντας να ιδώ εάν μέσα σε αυτή την ψυχή, εις την οποίαν αναβράζει η κακία του Σατανά, αν έπεσε ποτέ η απεθύμια του παραμικρού καλού,
18. έπειτα που εστάθηκα να συλλογιστώ καλά, ύψωσα το κεφάλι μου και τα χέρια μου στον Ουρανό και εφώναξα: «Θε μου, καταλαβαίνω πως γυρεύω ένα κλωνί αλάτι μες στο θερμό».
19. Και είδα πως ελάμπανε από πάνου μου όλα τ' άστρα, και εξάνοιξα την Αλετροπόδα, οπού με ευφραίνει πολύ.
20. Και εβιάστηκα να κινήσω για το ξωκλήσι του Αγίου Λύπιου, γιατί είδα πως εχασομέρησα· και ήθελα να φθάσω για να περιγράψω τη Γυναίκα της Ζάκυθος.
21. Και ιδού καμία δωδεκαρία ψωρόσκυλα που ηθέλανε να μου εμποδίσουνε το δρόμο.
22. Και μη θέλοντας εγώ να τα κλοτσοβολήσω, για να μην εγγίξω την ψώρα και τα αίματα πού `χανε, εστοχαστήκανε πως τα σκιάζουμαι,
23. και ήρθανε βαβίζοντας σιμότερά μου· όμως εγώ εκαμώθηκα πως σκύφτω να πάρω πέτρα,
24. και έφυγαν όλα και εξεθύμαιναν τα κακορίζικα ψωριασμένα τη λύσσα τους, το ένα δαγκώνοντας το άλλο.
25. Αλλά ένας οπού εδιαφέντευε κάποια από τα ψωρόσκυλα επήρε και αυτός μία πέτρα,
26. και βάνοντας ο άθεος για σημάδι το κεφάλι εμέ του Διονυσίου του Ιερομόναχου δεν το πίτυχε· γιατί από τη βία τη μεγάλη με την οποίαν ετίναξε την πέτρα εστραβοπάτησε, και έπεσε.
27. Έτσι εγώ έφθασα στο κελί του Αγίου Λύπιου συνοδεμένος από τες μυρωδίες του κάμπου, από τα γλυκότρεχα νερά και από τον αστρόβολον Ουρανό, ο οποίος εφαινότουνα από πάνου από το κεφάλι μου μία Ανάσταση.
 
Διονύσιος Σολωμός, Η γυναίκα της Ζάκυθος, Β’ στάδιο επεξεργασίας (Δεκέμβριος 1829 – Νοέμβριος 1833), Κεφάλαιο 1, σύμφωνα με την αναλυτική έκδοση της Ελένης Τσαντσάνογλου (εκδ. Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης, Ηράκλειο, 1991).

Ως τον θάνατο

Francisco José de Goya y Lucientes (1746-1828), Ως τον θάνατο, χαλκογραφία αρ. 55
από Τα καπρίτσια (1799), συλλογή Εθνικής Πινακοθήκης - Μουσείο Αλ. Σούτζου.

Τετάρτη 1 Μαΐου 2013

Στοιχεία ταυτότητος

Γιάννης Ρίτσος (1909-1990)
Xρονολογία της γέννησής μου πιθανόν το 903 π.X. -
      εξίσου πιθανόν
το 903 μ.X. Eσπούδασα ιστορία του παρελθόντος
      και του μέλλοντος
στη σύγχρονη Σχολή του Aγώνα. Eπάγγελμά μου:
λόγια και λόγια, - τι νά `κανα; Pακοσυλλέκτη με είπαν.
      Kαι τώντι.
Σύναξα ένα σωρό φτερά στρουθοκαμήλου απ' τα καπέλα  
      της υπόγειας Kόρης,
κουμπιά από χλαίνες στρατιωτών, ένα κράνος,
      δυο φθαρμένα σαντάλια,
μάζεψα ακόμη δυο σπιρτόκουτα και την καπνοσακούλα
του Mεγάλου Tυφλού. Στο Ληξιαρχείο,
      τα τελευταία χρόνια, μού `δωσαν
την πλέον απίθανη χρονολογία της γέννησής μου: 1909.
Bολεύτηκα μ' αυτήν, και μένω. Tέλος,
το 3909 κάθισα στο σκαμνί μου να καπνίσω ένα τσιγάρο.
      Tότε
κατάφτασαν οι κόλακες· με προσκυνούσαν·
      μου περνούσαν στα δάχτυλα
λαμπρά δαχτυλίδια. Oι ανίδεοι δεν ξέραν
πως τά `χα φτιάξει εγώ με τ' άδεια τους φυσίγγια
      που `χαν μείνει στους λόφους.
Γι' αυτό ακριβώς, για την ωραία τους άγνοια,
      τους αντάμειψα πλούσια
με αληθινά πετράδια και διπλάσιες κολακείες. Πάντως
το μόνο σίγουρο: τόπος της γέννησής μου: η Άκρα
      Mινώα.

Γιάννης Ρίτσος, «Στοιχεία ταυτότητος» (1975), Μονοβασιά, εκδ. Κέδρος, 1982.