Ν. Βρεττάκος (1912-1991) |
Ήμουνα σε κρεβάτι ξένο
αλλά αδελφικό
σ’ ένα νοσοκομείο της
Σικελίας, απ’ όπουκοιτώντας έναν ουρανό χωρίς χελιδόνι,
έμαθα για το γράμμα σου κ’ είπα πως είναι ωραίο
να αναχωρείς ακούγοντας αηδόνια να σου τραγουδάνε,
αυτά τ’ αηδόνια που γεννιούνται στην Ελλάδα,
όταν δεν καίγεται απ’ τα δάση της κι όταν καίγεται πάλι
από τη στάχτη κι απ’ τις πέτρες της. Στην Ελλάδα που είναι
τ’ άστρα της μουσικά και ακούγονται,
που οι θάλασσές της σου γιομίζουνε τις φλέβες
ένθεο άλας, θρύψαλα φωτός και θρύψαλα ήχων
απ’ την αιωνιότητα.
Και τότε, Γιάννη,
πρόσεξα πως οι μοσχοϊτιές, που άνθιζαν ανάμεσα
ζεφύρων του Λακωνικού, έπνεαν και σκεπάζαν
με το άρωμά τους την Ευρώπη. Κ’ είπα τότες
βλέποντας τον κοινό μας ήλιο που μ’ επισκεπτόταν
μόνος προς μόνον, αποθέτοντας
μια χρυσή δέσμη στο σεντόνι μου,
ότι το δυνατότερο πράγμα σ’ αυτόν τον κόσμο
δεν είναι όπως νομίζουμε ο θάνατος. Είναι η αγάπη.
Γιατί και ο ήλιος δεν θα υπήρχε αν έλειπε
απ’ το σύμπαν των εσχατιών η έλξη
από το κέντρο του. Γιατί αρμονία σε όλα,
απ’ τα μικρά ως τα μέγιστα, από το ταπεινό
γεράνι του νοσοκομείου, σε ολόκληρο
το φάσμα της δημιουργίας, ίσον αγάπη.
Κ’ είπα
γι’ αυτό πως το λαμπρότερο πράγμα σ’ αυτόν τον κόσμο
δεν είναι όπως νομίζουμε ο ήλιος. Είναι η αγάπη.
Νικηφόρος Βρεττάκος,
«Απόκριση», Σικελικά ποιήματα,
εκδ. Αστρολάβος/Ευθύνη, 1990.