[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Παρασκευή 23 Μαΐου 2014

Σκεφτείτε

Γιάννης Γαΐτης, Αντιθέσεις, 1973
Σκεφτείτε τη θέση της Κυβερνήσεως
   μετά την δολοφονίαν των ποιητών
εμένα σκεφτείτε ανεβαίνοντας το φλογερό δρόμο
που άλλοτε ακούγονταν κλαγγές όπλων
   φοιτητών
   τώρα έρημο πάρκο.
Σκεφτείτε τη θέση των ποιητών
   μετά την εγκαθίδρυση των κυβερνήσεων
μετά τη διαταγή παύσατε πυρ υμνήσατε τους
   άρχοντας
σκεφτείτε και μένα.

Μέσα στο ήρεμο πλήθος υψώνομαι
   με κοιτάζουν παράξενα
μέσα στη νέα βουή δεν ακούγομαι
   πέφτω και φεύγω.

Γιέσενιν - Μαγιακόφσκι αδελφοί που τερματίσατε
δεν αγαπήσατε τα ήρεμα βράδια τον καφέ
   τις συζητήσεις
δεν είχατε σε ποιον να επιτεθείτε.
Τώρα κυριαρχεί η χαμηλή φωνή
κάποιου εγκάρδιου Ναζίμ
   που μας καλεί για ειρήνη
τώρα χτυπάν στα πάρκα τραγούδια των σκλάβων.
Ξαφνιάζονται οι άνθρωποι σαν ακουστεί
το Εμπρός επαναστάτες
ξαφνιάζονται σαν ακουστεί Ελευθερία.

Πάψε τους ύμνους σου αστέ ποιητή έλληνα
   Λειβαδίτη
για έρωτες και σπίτια και ηρεμία
   όσο ανθρώπινα κι αν είναι.
Αύριο θ’ αναγκαστείς να φωνάζεις
όπως άλλοτε μαζί μου θάνατος στους τυράννους.
Αύριο που η ζωή θα μας σφίγγει
θα βγεις με την κορούλα σου στους δρόμους
γεμάτος απορία μέσα στις φλόγες
   και δε θ’ αναγνωρίζεις τίποτα.
Έλα μαζί μου.
Μίλα για μια τεράστια σύγκρουση της εργατιάς
   μ’ αρχόντους
ατσάλωνε την τόση θέλησή της
   πάψε τους θρήνους σου.
Εγώ με τη φωτιά του 17 προχωράω αντίθετα
   από τα συνέδρια τις συσκέψεις
αντίθετα από τις μυστικές αστυνομίες
από τους υπουργούς τις δεξιώσεις
   αντίθετα στον πόλεμο.

Κανένας πια δεν έμεινε ποιητής.
Έτσι μονάχος ανοίγω το δρόμο.

Μιχάλης Κατσαρός, «Μέρες 1953», Κατά Σαδδουκαίων, 1953.

Πέμπτη 15 Μαΐου 2014

Θα σας περιμένω

Θὰ σᾶς περιμένω μέχρι τὰ φοβερὰ μεσάνυχτα
     ἀδιάφορος –
Δὲν ἔχω πιὰ τί ἄλλο νὰ πιστοποιήσω.
Οἱ φύλακες κακεντρεχεῖς παραμονεύουν τὸ
     τέλος μου
ἀνάμεσα σὲ θρυμματισμένα πουκάμισα καὶ
     λεγεῶνες.
Θὰ περιμένω τὴ νύχτα σας ἀδιάφορος
χαμογελώντας μὲ ψυχρότητα γιὰ τὶς ἔνδοξες μέρες.
Πίσω ἀπὸ τὸν χάρτινο κῆπο σας
πίσω ἀπὸ τὸ χάρτινο πρόσωπό σας
ἐγὼ θὰ ξαφνιάζω τὰ πλήθη
ὁ ἄνεμος ὁ δικός μου
μάταιοι θόρυβοι καὶ τυμπανοκρουσίες ἐπίσημες
     μάταιοι λόγοι.

Μὴν ἀμελήσετε.
Πάρτε μαζί σας νερό.
Τὸ μέλλον μας ἔχει πολλὴ ξηρασία.


Μιχάλης Κατσαρός, «Θα σας περιμένω», Κατά Σαδδουκαίων, 1953.

Παρασκευή 2 Μαΐου 2014

Διαθήκη

Ἀντισταθεῖτε
σ᾿ αὐτὸν ποὺ χτίζει ἕνα μικρὸ σπιτάκι
   καὶ λέει: καλὰ εἶμαι ἐδῶ.
Ἀντισταθεῖτε σ᾿ αὐτὸν ποὺ γύρισε πάλι στὸ σπίτι
   καὶ λέει: Δόξα σοι ὁ Θεός.
Ἀντισταθεῖτε
στὸν περσικὸ τάπητα τῶν πoλυκατοικιῶν
στὸν κοντὸ ἄνθρωπο τοῦ γραφείου
στὴν ἑταιρεία εἰσαγωγαὶ - ἐξαγωγαί
στὴν κρατικὴ ἐκπαίδευση
στὸ φόρο
σὲ μένα ἀκόμα ποὺ σᾶς ἱστορῶ.

Ἀντισταθεῖτε
σ᾿ αὐτὸν ποὺ χαιρετάει ἀπ᾿ τὴν ἐξέδρα ὦρες
   ἀτέλειωτες τὶς παρελάσεις
σ᾿ αὐτὴ τὴν ἄγονη κυρία ποὺ μοιράζει
ἔντυπα ἁγίων λίβανον καὶ σμύρναν
σὲ μένα ἀκόμα ποὺ σᾶς ἱστορῶ.

Ἀντισταθεῖτε πάλι σ᾿ ὅλους αὐτοὺς ποὺ λέγονται
   μεγάλοι
στὸν πρόεδρο τοῦ Ἐφετείου ἀντισταθεῖτε
στὶς μουσικὲς τὰ τούμπανα καὶ τὶς παράτες
σ᾿ ὅλα τ᾿ ἀνώτερα συνέδρια ποὺ φλυαροῦνε
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι
σ᾿ ὅλους ποὺ γράφουν λόγους γιὰ τὴν ἐποχὴ
   δίπλα στὴ χειμωνιάτικη θερμάστρα
στὶς κολακεῖες τὶς εὐχὲς τὶς τόσες ὑποκλίσεις
ἀπὸ γραφιάδες καὶ δειλοὺς γιὰ τὸ σοφὸ
   ἀρχηγό τους.

Ἀντισταθεῖτε στὶς ὑπηρεσίες τῶν ἀλλοδαπῶν
   καὶ διαβατηρίων
στὶς φοβερὲς σημαῖες τῶν κρατῶν καὶ τὴ
   διπλωματία
στὰ ἐργοστάσια πολεμικῶν ὑλῶν
σ᾿ αὐτοὺς ποὺ λένε λυρισμὸ τὰ ὡραῖα λόγια
στὰ θούρια
στὰ γλυκερὰ τραγούδια μὲ τοὺς θρήνους
στοὺς θεατὲς
στὸν ἄνεμο
σ᾿ ὅλους τοὺς ἀδιάφορους καὶ τοὺς σοφοὺς
στοὺς ἄλλους ποὺ κάνουνε τὸ φίλο σας
ὡς καὶ σὲ μένα, σὲ μένα ἀκόμα ποὺ σᾶς ἱστορῶ
   ἀντισταθεῖτε.
Τότε μπορεῖ βέβαιοι νὰ περάσουμε πρὸς τὴν
   Ἐλευθερία.


Μιχάλης Κατσαρός, «Η διαθήκη μου», Κατά Σαδδουκαίων, 1953.