Γιάννης Γαΐτης, Αντιθέσεις, 1973 |
μετά την δολοφονίαν των ποιητών
εμένα σκεφτείτε ανεβαίνοντας το φλογερό δρόμο
που άλλοτε ακούγονταν κλαγγές όπλων
φοιτητών
τώρα έρημο πάρκο.
Σκεφτείτε τη θέση των ποιητών
μετά την εγκαθίδρυση των κυβερνήσεων
μετά τη διαταγή παύσατε πυρ υμνήσατε τους
άρχοντας
σκεφτείτε και μένα.
Μέσα στο ήρεμο πλήθος υψώνομαι
με
κοιτάζουν παράξεναμέσα στη νέα βουή δεν ακούγομαι
πέφτω και φεύγω.
Γιέσενιν - Μαγιακόφσκι αδελφοί που τερματίσατε
δεν αγαπήσατε τα ήρεμα βράδια τον καφέτις συζητήσεις
δεν είχατε σε ποιον να επιτεθείτε.
Τώρα κυριαρχεί η χαμηλή φωνή
κάποιου εγκάρδιου Ναζίμ
που μας καλεί για ειρήνη
τώρα χτυπάν στα πάρκα τραγούδια των σκλάβων.
Ξαφνιάζονται οι άνθρωποι σαν ακουστεί
το Εμπρός επαναστάτες
ξαφνιάζονται σαν ακουστεί Ελευθερία.
Πάψε τους ύμνους σου αστέ ποιητή έλληνα
Λειβαδίτηγια έρωτες και σπίτια και ηρεμία
όσο ανθρώπινα κι αν είναι.
Αύριο θ’ αναγκαστείς να φωνάζεις
όπως άλλοτε μαζί μου θάνατος στους τυράννους.
Αύριο που η ζωή θα μας σφίγγει
θα βγεις με την κορούλα σου στους δρόμους
γεμάτος απορία μέσα στις φλόγες
και δε θ’ αναγνωρίζεις τίποτα.
Έλα μαζί μου.
Μίλα για μια τεράστια σύγκρουση της εργατιάς
μ’ αρχόντους
ατσάλωνε την τόση θέλησή της
πάψε τους θρήνους σου.
Εγώ με τη φωτιά του 17 προχωράω αντίθετα
από τα συνέδρια τις συσκέψεις
αντίθετα από τις μυστικές αστυνομίες
από τους υπουργούς τις δεξιώσεις
αντίθετα στον πόλεμο.
Κανένας πια δεν έμεινε ποιητής.
Έτσι μονάχος ανοίγω το δρόμο.
Μιχάλης Κατσαρός, «Μέρες 1953», Κατά Σαδδουκαίων, 1953.