Μεταθανάτια
μοιάζει αυτή η χαρά
σαν όταν πια το σκάσαμε από τους δικούς μας
κι είμαστε ακόμη πλανεμένοι και έκθαμβοι απ’ το όνειρο της άλλης ζωής
κι αυτοί, μετά τους πρώτους θρήνους και οδυρμούς,
αρχίζουν να τελούν με ευλάβεια τα ταγμένα
και μες στη φούρια για τα τριήμερα, τα εννιάημερα και τα σαράντα
αποξεχνιούνται, ξανασαίνουν με ανακούφιση
ξαλαφρωμένοι από το βάρος της απτής μας παρουσίας
κι αγάλλονται τα πρόσωπά τους φέγγος εγκαρτέρησης και προσδοκίας
για μια συνάντηση άλλη, μυστική
με αλλόκοτα καμώματα
πότε ξεχνώντας ανοιχτές τις πόρτες στον αέρα
πότε μια θέση παραπάνω στο τραπέζι άδεια
πότε μες στην ομίχλη πλάι τους βαδίζοντας
δείχνοντας τις πληγές μας για να μας πιστέψουμε και πότε
παίζοντας τις νεφέλες πάνω στα λοφάκια
Όλα περίπαθα τα επουράνια, τα επίγεια και τα καταχθόνια
κι όλα σάμπως ανύπαρκτα
πως είμαστε τάχα άυλοι τάχα άχρονοι
αποθανόντες από των στοιχείων του κόσμου
λευτερωμένοι ο ένας απ’ τον άλλον
και μες στη μέθη αυτή
ξεσκίζοντας το καθ΄ημών χειρόγραφον
και αψηφώντας το μη άψη μηδέ γεύση μηδέ θίγης
πώς να σκεφτούμε, ως ζώντες, για παρηγοριά ή μετάνοια;
σκιά μελλόντων πάνω μας τα εγκόσμια και θα μας γονατίσουν
Έρχεται η Πεντηκοστή
και γόνατα και μέτωπα στο χώμα πάλι θα βροντήξουν…
σαν όταν πια το σκάσαμε από τους δικούς μας
κι είμαστε ακόμη πλανεμένοι και έκθαμβοι απ’ το όνειρο της άλλης ζωής
κι αυτοί, μετά τους πρώτους θρήνους και οδυρμούς,
αρχίζουν να τελούν με ευλάβεια τα ταγμένα
και μες στη φούρια για τα τριήμερα, τα εννιάημερα και τα σαράντα
αποξεχνιούνται, ξανασαίνουν με ανακούφιση
ξαλαφρωμένοι από το βάρος της απτής μας παρουσίας
κι αγάλλονται τα πρόσωπά τους φέγγος εγκαρτέρησης και προσδοκίας
για μια συνάντηση άλλη, μυστική
Αυτές
τις μέρες είναι που πλανιόμαστε και ρεμπελεύουμε
ξέμπαρκοι
στη ζωή τους και στα όνειρά τουςμε αλλόκοτα καμώματα
πότε ξεχνώντας ανοιχτές τις πόρτες στον αέρα
πότε μια θέση παραπάνω στο τραπέζι άδεια
πότε μες στην ομίχλη πλάι τους βαδίζοντας
δείχνοντας τις πληγές μας για να μας πιστέψουμε και πότε
παίζοντας τις νεφέλες πάνω στα λοφάκια
Όλα περίπαθα τα επουράνια, τα επίγεια και τα καταχθόνια
κι όλα σάμπως ανύπαρκτα
Έτσι
και τώρα που είναι πρόσφατος αυτός ο χωρισμός μας
και
μας κατέχει ακόμη η σύντομη ψευδαίσθησηπως είμαστε τάχα άυλοι τάχα άχρονοι
αποθανόντες από των στοιχείων του κόσμου
λευτερωμένοι ο ένας απ’ τον άλλον
και μες στη μέθη αυτή
ξεσκίζοντας το καθ΄ημών χειρόγραφον
και αψηφώντας το μη άψη μηδέ γεύση μηδέ θίγης
πώς να σκεφτούμε, ως ζώντες, για παρηγοριά ή μετάνοια;
Αλλά
το σώμα είναι σώμα και τα δάκρυα δάκρυα
το
πλήρωμα των ημερών εγγίζεισκιά μελλόντων πάνω μας τα εγκόσμια και θα μας γονατίσουν
Έρχεται η Πεντηκοστή
και γόνατα και μέτωπα στο χώμα πάλι θα βροντήξουν…
Βύρων
Λεοντάρης, ποίημα ΙΧ από τη συλλογή Εκ
περάτων,
Αθήνα, εκδόσεις ύψιλον/βιβλία, 1986.