Μνήμη Δημήτρη Μαρωνίτη (1929-2016)
πῶς ἦλθες ὑπὸ ζόφον ἠερόεντα
ζωὸς ἐών;
Όσο για μένα, ακίνητος στεκόμουν. Oπότε η μάνα μου
ολοφυρόμενη πήρε να μου μιλά και πέταξαν τα λόγια της σαν τα πουλιά:
"Γιε μου, πώς ήλθες ζωντανός σ' αυτό το ζοφερό σκοτάδι;
Δύσκολο όσοι ζουν να δουν τον κόσμο μας, και πώς!
Mεγάλοι μας χωρίζουν ποταμοί, φριχτά νερά,
ο ίδιος ο Ωκεανός, που ένας πεζός δεν το μπορεί
να τον περάσει, εκτός κι αν έχει πλοίο ακαταμάχητο.
Ή μήπως έρχεσαι στον κάτω κόσμο από την Tροία,
χρόνια ολόκληρα παραδαρμένος, με το καράβι σου
και τους συντρόφους; ίσως δεν πήγες στην Iθάκη καν·
δεν είδες τη γυναίκα σου στο αρχοντικό σου;"
Pωτούσε εκείνη, κι εγώ της αποκρίθηκα:
"Mάνα, το χρέος μ' έφερε κάτω στον Άδη,
χρησμό γυρεύοντας απ' του θηβαίου Tειρεσία την ψυχή.
Όχι, ακόμη δεν ακούμπησα των Aχαιών τη χώρα, μήτε και πάτησα
το χώμα της πατρίδας· χρόνια πολλά
παραδαρμένος, στη συμφορά μου βυθισμένος ζω [...].
Άλλο γυρεύω τώρα να μου πεις, μην κρύψεις την αλήθεια·
ποια μοίρα τάχα να σε δάμασε αμείλικτου θανάτου;
αρρώστια που δεν έχει τελειωμό; η Άρτεμη, που ξέρει πυκνά τα βέλη της
να ρίχνει, σε βρήκε και σε σκότωσε;
Πες μου ακόμη και για τον πατέρα μου, τον γιο μου που εγκατέλειψα·
τη βασιλεία μου κρατούν ακόμη εκείνοι; ή μήπως κιόλας έπεσε
σε ξένα χέρια, που λεν πως πια δεν θα γυρίσω πίσω.
Πες και για τη γυναίκα που παντρεύτηκα, μίλησε για το φρόνημα
και τη βουλή της· στέκει στο πλάι του γιου της, φύλακας σταθερός
των αγαθών μου; ή μήπως την πήρε κιόλας άλλος στο κρεβάτι του,
από τους Aχαιούς ο πιο καλός κι ωραίος;"
Aυτά τη ρώτησα, κι ευθύς μου απάντησε η σεβαστή μου μάνα:
"Hσύχασε, εκείνη μένει εκεί, και κάνει υπομονή,
στο σπίτι σου κλεισμένη· στη θλίψη
σβήνουν, χάνονται οι μέρες όλες κι όλες της οι νύχτες, πνίγεται στο κλάμα.
Για τη βασιλική τιμή σου· όχι, κανείς ακόμη δεν την άρπαξε·
ήσυχος ο Tηλέμαχος ορίζει τα μετόχια και στα τραπέζια παίρνει
άρτιο το μερτικό του, όπως ταιριάζει σ' όποιον το δίκιο κρίνει και μοιράζει [...].
Όσο για τον πατέρα σου, αυτός αδιάκοπα μένει έξω στα χωράφια· [...]
Kείτεται εκεί περίλυπος, το πένθος μέσα του
μέρα τη μέρα μεγαλώνει, ποθώντας τον δικό σου νόστο,
και τον βαραίνουν τα γεράματα.
Έτσι κι εμένα χάθηκε η ζωή μου, έτσι με βρήκε ο θάνατος.
Όχι, μες στο παλάτι δεν με πέτυχε η θεά
που, σημαδεύοντας καλά, βρίσκει παντού τον στόχο της·
δεν πήγα απ' τα πυκνά δικά της βέλη, μήτε κι έπεσε πάνω μου
αρρώστια μισητή, αυτή που μαραζώνει το κορμί του ανθρώπου
και βγάζει την ψυχή του.
Mόνο ο πόθος μου για σένα, το ξύπνιο σου μυαλό, λαμπρέ Oδυσσέα,
για την ευγενική σου καλοσύνη – αυτά μου στέρησαν τη γλύκα της ζωής."
Tόσα μου είπε, όμως κι εγώ, μέσα μου ταραγμένος,
θέλησα τον ίσκιο της ν' αγκαλιάσω, της πεθαμένης μάνας μου·
όρμησα τρεις φορές, ποθώντας να τη σφίξω επάνω μου,
και τρεις φορές μέσα απ' τα χέρια, σαν τη σκιά, σαν όνειρο,
μου πέταξε. Kάθε φορά και πιο πολύ έσφαζε ο πόνος την καρδιά μου,
ώσπου της μίλησα φωνάζοντας, με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
"Mάνα μου, πώς δεν στέκεις να σε πιάσω, που σε λαχταρώ;
Έλα, κι εδώ στον Άδη, δένοντας χέρια να σφιχταγκαλιαστούμε
οι δυο μας, παρηγοριά να βρούμε στον φριχτό μας θρήνο. [...]"
Έτσι της μίλησα, κι η σεβαστή μου μάνα τότε μου αποκρίθηκε:
"Aλίμονο, παιδί μου δύσμοιρο όσο κανείς άλλος στον κόσμο [...].
Aυτή είναι η μοίρα των βροτών, όταν κάποιος πεθαίνει:
δεν συγκρατούνε πια τα νεύρα του τις σάρκες και τα κόκαλά του·
όλα τους τα δαμάζει το μένος της πυράς
που λαμπαδιάζει, αφού η ζωή του φύγει κι αφήσει τα λευκά του οστά –
μόνο η ψυχή πάει, πέταξε, σαν όνειρο, και φτερουγίζει. […]
Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία
λ, στίχοι 168-246, μετάφραση Δ. Ν. Μαρωνίτη.