[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2017

Θάλασσες, ναυαγοί, οράματα




Jean Louis Théodore Géricault (1791-1824), Η σχεδία της «Μέδουσας»,
ελαιογραφία, 1818-1819, Μουσείο Λούβρου.
……………………………………………………………………………….

Αλλά το πλέξιμ’ άργουνε, και μου τ’ αποκοιμούσε,
ηχός, γλυκύτατος ηχός, οπού με προβοδούσε.
Δεν είναι κορασιάς φωνή στα δάση που φουντώνουν,
και βγαίνει τ’ άστρο του βραδιού και τα νερά θολώνουν,
και τον κρυφό της έρωτα της φύσης τραγουδάει,
του δέντρου και του λουλουδιού που ανοίγει και λυγάει·
δεν είν’ αηδόνι κρητικό που παίρνει τη λαλιά του
σε ψηλούς βράχους κι άγριους όπ’ έχει τη φωλιά του,
κι αντιβουΐζει ολονυχτίς από πολλή γλυκάδα
η θάλασσα πολύ μακριά, πολύ μακριά η πεδιάδα,
ώστε που πρόβαλε η αυγή και έλιωσαν τ’ αστέρια,
κι ακούει κι αυτή και πέφτουν της τα ρόδα από τα χέρια·
δεν είν’ φιαμπόλι το γλυκό οπού τ’ αγρίκαα μόνος
στον Ψηλορείτη όπου συχνά μ’ ετράβουνεν ο πόνος
κι έβλεπα τ’ άστρο τ’ ουρανού μεσουρανίς να λάμπει
και του γελούσαν τα βουνά, τα πέλαγα κι οι κάμποι·
κι ετάραζε τα σπλάχνα μου ελευθεριάς ελπίδα
κι εφώναζα: ω θεϊκιά κι όλη αίματα Πατρίδα!
Κι άπλωνα κλαίοντας κατ’ αυτή τα χέρια με καμάρι·
καλή ’ν’ η μαύρη πέτρα της και το ξερό χορτάρι.
Λαλούμενο, πουλί, φωνή, δεν είναι να ταιριάζει,
ίσως δε σώζεται στη γη ήχος που να του μοιάζει·
δεν είναι λόγια· ήχος λεπτός . . . . . .
δεν ήθελε τον ξαναπεί ο αντίλαλος κοντά του.
Αν είν’ δεν ήξερα κοντά, αν έρχονται από πέρα·
σαν του Μαϊού τες ευωδιές γιομίζαν τον αέρα,
γλυκύτατοι, ανεκδιήγητοι . . . . . .
μόλις είν’ έτσι δυνατός ο Έρωτας και ο Χάρος.
Μ’ άδραχνεν όλη την ψυχή, και νά μπει δεν ημπόρει
ο ουρανός, κι η θάλασσα, κι η ακρογιαλιά, κι η κόρη·
με άδραχνε, και μ’ έκανε συχνά ν’ αναζητήσω
τη σάρκα μου να χωρισθώ για να τον ακλουθήσω.
Έπαψε τέλος κι άδειασεν η φύσις κι η ψυχή μου,
που εστέναξε κι εγιόμισεν ευθύς οχ την καλή μου·
και τέλος φθάνω στο γιαλό την αρραβωνιασμένη,
την απιθώνω με χαρά, κι ήτανε πεθαμένη.

Διονύσιος Σολωμός, Ο Κρητικός (απόσπασμα), 1833-1834.


Βλ.: Δημήτρης Αγγελάτος, «Aναπαριστώντας το υψηλό: η (αφήγηση στη)
ζωγραφική και η (ζωγραφική στην) ποίηση (Th. Géricault και Διον. Σολωμός)»,
περ. Κονδυλοφόρος, τ. 8 (2009), σσ. 39-65.
http://www.phil.uoa.gr/fileadmin/phil.uoa.gr/uploads/Tomeas_MNEF/Publications/Aggelatos_pub/Angelatos_articles/Period.-arithm.59__2009_.pdf 

Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2017

Η ποίηση δε μας αλλάζει

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου (1931-1996)
Πηγή: www.lifo.gr, φωτογραφία: Β. Ρασσιάς

Η ποίηση δε μας αλλάζει τη ζωή
το ίδιο σφίξιμο, ο κόμπος της βροχής
η καταχνιά της πόλης σα βραδιάζει

Δε σταματά τη σήψη που προχώρησε
δε θεραπεύει τα παλιά μας λάθη

Η ποίηση καθυστερεί τη μεταμόρφωση
κάνει πιο δύσκολη την καθημερινή μας πράξη


Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, «Η ποίηση δε μας αλλάζει», Νοσοκομείο εκστρατείας, Ποιήματα 1964-1972, Θεσσαλονίκη, ιδιωτική έκδοση, 1972
και: Ο δύσκολος θάνατος. Ποιήματα 1946-1974, Θεσσαλονίκη, 1978.

Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2017

Ποιητική παραμυθία


Τό γήρασμα τοῦ σώματος καί τῆς μορφῆς μου
εἶναι πληγή ἀπό φρικτό μαχαῖρι.
Δέν ἔχω ἐγκαρτέρησι καμιά.
Εἰς σέ προστρέχω Τέχνη τῆς Ποιήσεως,
πού κάπως ξέρεις ἀπό φάρμακα·
νάρκης τοῦ ἄλγους δοκιμές, ἐν Φαντασίᾳ καί Λόγῳ.

Εἶναι πληγή ἀπό φρικτό μαχαίρι. —
Τά φάρμακά σου φέρε Τέχνη τῆς Ποιήσεως,
πού κάμνουνε — γιά λίγο — νά μή νοιώθεται ἡ πληγή.

Κ. Π. Καβάφης, «Μελαγχολία τοῦ Ἰάσωνος Κλεάνδρου· ποιητοῦ ἐν Κομμαγηνῇ· 595 μ.Χ.», 1921 (πρώτη γραφή το 1918, με τίτλο: «Μαχαίρι»).

Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2017

Dante Gabriel Rossetti



Dante Gabriel Rossetti (1828-1882), Η ονειροπόληση, ελαιογραφία, 1880, Victoria and Albert Museum

Άκου!
Σου έλεγα τότε την αλήθεια
την ήξερα τότε την αλήθεια

–  Όχι, μου έλεγες
τα πουλιά φυτρώνουν
τα γουρούνια πετάνε
τα λουλούδια περπατάνε
οι άνθρωποι, λένε πάντα ψέματα

σου έδειχνα ένα πουλί
έλεγες – Είναι λουλούδι
σου έδειχνα ένα λουλούδι
όχι, έλεγες – Είναι πουλί

κι οι άνθρωποι λένε πάντα ψέματα

τώρα εγώ βλέπω το φεγγάρι
αυτό το σπασμένο σπαστικό
παιδί
που ο Ιούλιος Βερν
έλεγε κάποτε:
–  Οι άνθρωποι θα το κατοικήσουν

βλέπω
αυτό το μεγάλο χιονισμένο φέρετρο
που ρίχνουν κάθε μέρα με κρότο
πάνω του πρόκες
κι επιμένουνε
να τ’ ονομάζουν

ΓΗ

ίσως να είχες δίκιο τότε

γι’ αυτό μπόρεσες και έζησες
γι’ αυτό μπόρεσα και έζησα

ΑΥΓΗ


Μίλτος Σαχτούρης, «Ο Άγγλος ζωγράφος και ποιητής Dante Gabriel Rossetti γράφει
με το χέρι μου ένα ποίημα», Χρωμοτραύματα, Αθήνα, εκδόσεις Γνώση, 1980.