Τούτο
τ’ ακρογιάλι θαμμένο στη στάχτη
φύκια
ξεριζωμένα από παλιές τρικυμίες
και
τα φτερά σου νεκρά στον αγέρα
ψηλά
με τις φωνές που δεν προφτάνουν
να
γίνουν γλάρος κι άλλοτε
χρυσά
και μαύρα στον αφρό
χωρίς
ξεκούραση, χωρίς γαλήνη.
Και
τούτος ο κάβος στο Βοριά
σα
ραχοκοκκαλιά δεινόσαυρου
καθώς
γέρνει να γλύψει στα νύχια του
το
αίμα από τα σπαραγμένα περιστέρια μας.
Κάπου
εδώ
Κάπου
εδώ πλευρίσαμε αλαφρά, σιωπηλοί
κρύβοντας
τα πρώτα δάκρυα
πίκρα
της θύμησης που στεγνώνει
σαν
αλάτι στο κορμί και γύρω στα χείλια
πίκρα
της μεγάλης ερημιάς
όπως
όταν ξυλάρμενο σε βρίσκει το βράδυ
και
γυρεύεις τ’ αστέρια που αγάπησες πολύ
μέσα
σε κλειστά κοχύλια, βυθισμένα.
Κι
ολοένα η μουσική απ’ τα κουπιά
και
του νερού το λίκνισμα στα πλάγια
με
τ’ όνομά σου που πεταλούδιζε σπασμένο
παιγνίδι
των ίσκιων, της νυχτερίδας χορός.
Πώς
βρέθηκες
εδώ
που τελειώνουν οι μέρες, ο καιρός κι η θάλασσα
γυμνή
κι ολομόναχη
μες
στο βαθύ κυμάτισμα της πετρωμένης άμμου
μέσα
στα σάπια φύκια ίδιος αρχάγγελος
ματίζοντας
τα τρυπημένα δίχτυα μας
ενώ
σε ταξιδεύει ο ύπνος στα νησιά του.
Τι
παλεύεις απελπισμένη να κρατηθείς
μες
στον περίγυρο της μνήμης σου
που
ολοένα στενεύει·
τι
γυρεύεις κι έρχεσαι και μας ξυπνάς
μια
ώρα περασμένα τα μεσάνυχτα
με
μια φωνή πνιγμένου στο σκοτάδι
αφού
το ξέρεις
δώσαμε
τ’ όνομά σου στο καράβι μας
στην
ψυχή μας,
πήραμε
τα μαύρα πέλαγα
κι
ούθε φυσήξει.
Κάποτε
κιόλας ανάμεσα στα ξάρτια
καθώς
τραβάμε τα σκοινιά
τα
δάκρυα με προδίνουν.
Συλλογισμένος
τα σφουγγίζω με το σκούφο μου
κι
όλο ρωτάω
αν
ήσουν όνειρο στην πλώρη μας
αν
ήσουν…
Φθινόπωρο 1943
Γιώργης
Παυλόπουλος, Ποιήματα
(1943-2008), Αθήνα, εκδόσεις Κίχλη, 2017.