Το
μέλλον δε θα ’ρθεί
από μονάχο του, έτσι
νέτο - σκέτο,
αν
δεν πάρουμε μέτρα
κι εμείς.
Από
τα βράγχια, κομσομόλε, άρπαξέ το!
Απ’
την ουρά του, πιονιέροι, εσείς.
Η
κομμούνα
δεν είναι μια βασιλοπούλα του
παραμυθιού, που λες,
για
να την ονειρεύεσαι
τις νυχτιές.
Μέτρησε,
καλοσκέψου,
σημάδεψε —
και
τράβα, βήματα τα βήματα,
έστω
και πάνω σε μικροζητήματα.
Δεν
είναι μόνον
ο κομμουνισμός
στη
γη,
στα κάθιδρα εργοστάσια εκείνα.
Είναι
και μες στο σπίτι,
στο τραπεζάκι
μπρος,
στις
σχέσεις,
στη φαμίλια,
στην καθημερινή ρουτίνα.
Εκείνος
κει,
που ολημερίς
τριζοβολάει
βλαστήμιες
σαν κάρο
κακογρασωμένο,
εκείνος
που,
σαν ολολύζει η μπαλαλάικα,
χλωμιάζει ευθύς,
αυτός
το μπόι του μέλλοντος
δεν το
’χει φτασμένο.
Πόλεμος
δεν είναι μόνο, όπως θαρρείς εσύ,
να
λες ναι, ναι,
στα μέτωπα
με βολές πολυβόλου.
Της
φαμίλιας,
του σπιτικού,
η
επίθεση,
για
μας μικρότερη απειλή
δεν είναι
διόλου.
Εκείνος
που υποτάχτηκε
στην πίεση της
φαμίλιας,
κοιμάται
μες στη μακαριότητα
ρόδων
φτιαγμένων με χαρτί, —
αυτός
δεν έφτασε το μπόι
της
προσήλιας,
της
δυνατής ζωής εκείνης
που θα
’ρτεί.
Σαν
τη φλοκάτα
και το χρόνο επίσης,
ο
σκόρος της καθημερνότητας
τον
κατατρώει στιγμή-στιγμή.
Το
μεινεσμένο ρούχο
των ημερών μας για ν’ αερίσεις,
ε,
κομσομόλε, τίναξέ το εσύ.
Βλαντιμίρ
Μαγιακόφσκι, «Ξελασπώστε το μέλλον» (1925), απόδοση: Γιάννης Ρίτσος – Άρης
Αλεξάνδρου, στην ανθολογία Μαγιακόβσκη:
Ποιήματα, εκδόσεις Κέδρος, 1963.