Sur le petit bateau-mouche,
Les bourgeois sont entassés,
Avec les enfants qu’on mouche,
Qu’on ne mouche pas assez.
Combien qu’autour d’eux la Seine
Regorge de chiens crevés,
Ils jugent la brise saine
Dans les Billancourts rêvés.
Et mesdames leurs épouses,
Plus laides que des empouses,
Affirment qu’il fait grand chaud
Et s’épaulent sans entraves
À des Japonais — très graves
Dans leurs complets de Godchau.
Laurent Tailhade (1854-1919), “Barcarolle”, Au pays du Mufle,
Paris, Chez Léon Vanier, éditeur, 1891.
ΒΑΡΚΑΡΟΛΑ (απόδοση: Κ. Γ.
Καρυωτάκης, Ελεγεία και Σάτιρες,
1927)
Κυριακή. Σ’ ένα βαπόρι
στριμωχτήκαν μπουρζουάδες.
Ξεφωνίζει κάθε αγόρι,
ξεμυξίζουν οι μαμάδες.
Τα σκυλιά δε λογιαράζουν
ο Σηκουάνας πόχει πνίξει,
δε φοβούνται, διασκεδάζουν
την ευγενική τους πλήξη.
«Ω, τι ζέστη, Θεέ μου,
βράζει!»
βεβαιώνουν οι κυρίες,
κι επιπόλαιες και γελοίες,
ξεκουμπώνοντας με νάζι
τα χυδαία ντεκολτέ τους,
διευκολύνουν τους εμέτους.