Στον
Σάκη Καράγιωργα
Μ’ έσπρωξαν μέσα ξαφνικά
και κλείσανε τη σιδερένια
πόρτα.
Κάποιος απ’ το σκοτάδι
είπε:
Πρώτα θα χάσεις τα μάτια
σου.
Δεν πρέπει να βλέπεις.
Όχι.
Θα βλέπεις τα πάντα μέχρι
το τέλος.
Στάσου εκεί να με
κοιτάζεις.
Να κοιτάς το θάνατό σου.
Εμένα στο νου μου η
Θάλασσα.
Θα σου μπήξω το ξύλο τούτο
στην κοιλιά
και θα σ’ το βγάλω από το
στόμα.
Θέλω να ιδώ το αίμα σου
να χύνεται στις πλάκες
και τα σκυλιά μου να το
γλείφουν.
Τραβήξου πέρα κάθαρμα
να μη λερώσεις τη στολή
μου.
Εμένα στο νου μου η
Θάλασσα.
Μπορώ να κάψω τον αέρα
για να μην ανασαίνεις πια.
Σιγά σιγά θα χάνεσαι
και θα σε περιμένω.
Ξέρω την ώρα τη στιγμή
που θα τα παραδώσεις.
Πρώτα θα σπάσεις. Μετά θα
με παρακαλάς.
Μετά θα θέλεις να
πεθάνεις.
Εμένα στο νου μου η
Θάλασσα.
Όμως θα σε πετάξω από τη
σκάλα
και θα σε ρίξω στο πηγάδι.
Είναι μια τρύπα μες στη γη
τσιμέντο και σκοτάδι.
Πάνω από το κεφάλι σου
θα βάλω σιδερένια σχάρα.
Εκεί θα μείνεις και θα
τρελαθείς.
Μα πριν θα μαρτυρήσεις.
Εμένα στο νου μου η
ΘΑΛΑΣΣΑ.
Γιώργης Παυλόπουλος, «Η Θάλασσα»,
Το σακί, Αθήνα, εκδόσεις Κέδρος,
1980.