[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Τρίτη 9 Ιουλίου 2019

Αλεξανδρινοί βασιλείς



Μαζεύθηκαν οι Aλεξανδρινοί
να δουν της Κλεοπάτρας τα παιδιά,
τον Καισαρίωνα, και τα μικρά του αδέρφια,
Aλέξανδρο και Πτολεμαίο, που πρώτη
φορά τα βγάζαν έξω στο Γυμνάσιο,
εκεί να τα κηρύξουν βασιλείς,
μες στη λαμπρή παράταξι των στρατιωτών.

Ο Aλέξανδρος — τον είπαν βασιλέα
της Aρμενίας, της Μηδίας, και των Πάρθων.
Ο Πτολεμαίος — τον είπαν βασιλέα
της Κιλικίας, της Συρίας, και της Φοινίκης.
Ο Καισαρίων στέκονταν πιο εμπροστά,
ντυμένος σε μετάξι τριανταφυλλί,
στο στήθος του ανθοδέσμη από υακίνθους,
η ζώνη του διπλή σειρά σαπφείρων κι αμεθύστων,
δεμένα τα ποδήματά του μ’ άσπρες
κορδέλλες κεντημένες με ροδόχροα μαργαριτάρια.
Aυτόν τον είπαν πιότερο από τους μικρούς,
αυτόν τον είπαν Βασιλέα των Βασιλέων.

Οι Aλεξανδρινοί ένοιωθαν βέβαια
που ήσαν λόγια αυτά και θεατρικά.

Aλλά η μέρα ήτανε ζεστή και ποιητική,
ο ουρανός ένα γαλάζιο ανοιχτό,
το Aλεξανδρινό Γυμνάσιον ένα
θριαμβικό κατόρθωμα της τέχνης,
των αυλικών η πολυτέλεια έκτακτη,
ο Καισαρίων όλο χάρις κι εμορφιά
(της Κλεοπάτρας υιός, αίμα των Λαγιδών)·
κ’ οι Aλεξανδρινοί έτρεχαν πια στην εορτή,
κ’ ενθουσιάζονταν, κ’ επευφημούσαν
ελληνικά, κ’ αιγυπτιακά, και ποιοι εβραίικα,
γοητευμένοι με τ’ ωραίο θέαμα —
μ’ όλο που βέβαια ήξευραν τι άξιζαν αυτά,
τι κούφια λόγια ήσανε αυτές η βασιλείες.


Κ. Π. Καβάφης, «Αλεξανδρινοί βασιλείς», 1912.

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2019

Για τη ζωή



Nâzim Hikmet Ran (1902-1963)

Η ζωή δεν είναι παίξε-γέλασε
Πρέπει να τηνε πάρεις σοβαρά,
           Όπως, να πούμε, κάνει ο σκίουρος,
Δίχως απ’ όξω ή από πέρα να προσμένεις τίποτα.
Δε θα ‘χεις άλλο πάρεξ μοναχά να ζεις.

Η ζωή δεν είναι παίξε-γέλασε
Πρέπει να τηνε πάρεις σοβαρά
Τόσο μα τόσο σοβαρά
Που έτσι, να πούμε, ακουμπισμένος σ’ έναν τοίχο με τα χέρια σου δεμένα
Ή μέσα στ’ αργαστήρι
            Με λευκή μπλούζα και μεγάλα ματογυάλια
Θε να πεθάνεις για να ζήσουνε οι ανθρώποι,
Οι ανθρώποι που ποτέ δε θα ‘χεις δει το πρόσωπό τους
Και θα πεθάνεις ξέροντας καλά
Πως τίποτα πιο ωραίο, πως τίποτα πιο αληθινό απ’ τη ζωή δεν είναι.

Πρέπει να τηνε πάρεις σοβαρά
Τόσο μα τόσο σοβαρά
Που θα φυτεύεις, σα να πούμε, ελιές ακόμα στα εβδομήντα σου
Όχι καθόλου για να μείνουν στα παιδιά σου
Μα έτσι γιατί το θάνατο δε θα τονε πιστεύεις
                                        Όσο κι αν τον φοβάσαι
Μα έτσι γιατί η ζωή θε να βαραίνει πιότερο στην πλάστιγγα.


Nâzim Hikmet Ran, «Για τη ζωή» (1948),
απόδοση: Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα, εκδόσεις Κέδρος, 1966.