Κοντά σε τούτες τις πέτρες
μαύρες μέσα στο φως·
κοντά στη φωνή του που
χανόταν
μέσα στη δική μας
ή την ακούγαμε βαθύτερη
γεμάτη τρόμο
σαν να ξαναγύριζε από
ξεροπήγαδο·
πλάι σε κείνον που πέθαινε
και σε μας που υπομέναμε
τη θλίψη του αποχωρισμού
τον πόνο του θανάτου
κι ο ίδιος ίσκιος παντού
αλλά δροσιά πουθενά
ν’ ακουμπήσουμε·
σε τούτους τους
αδυσώπητους άμμους
θυμήθηκα τη θάλασσα
– όχι το πέλαγο με τα
καράβια
τυραγνισμένο από τις
έγνοιες μας –
θυμήθηκα τη θάλασσα
ν’ ανθίζει στο παράθυρό
μας
και ξαφνικά
στη λάμψη του μεσημεριού
να σκοτεινιάζει.
Γιώργης Παυλόπουλος,
«Μνήμη της θάλασσας», Το κατώγι,
Αθήνα, εκδ. Ερμής, 1971.