[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019

Ανεμολόγιο



Έβγαλε βρώμα η Ιστορία ότι ξοφλήσαμε
είμαστε λέει το παρατράγουδο στα ωραία άσματα
και επιτέλους σκασμός οι ρήτορες πολύ μιλήσαμε
στο εξής θα παίζουμε σ' αυτό το θίασο μόνο ως φαντάσματα

Κάτω οι σημαίες στις λεωφόρους που παρελάσαμε
άλλαξαν λέει τ' ανεμολόγια και οι ορίζοντες
μας κάνουν χάρη που μας ανέχονται και που γελάσαμε
τώρα δημόσια θα ‘χουν μικρόφωνο μόνο οι γνωρίζοντες

Βγήκαν δελτία και επισήμως ανακοινώθηκε
είμαστε λάθος μες στο κεφάλαιο του λάθος λήμματος
ο σάπιος κόσμος εκεί που σάπιζε ξανατονώθηκε
κι οι εξεγέρσεις μας είναι εν γένει εκτός του κλίματος

Δήλωσε η τσούλα η Ιστορία ότι γεράσαμε
τις εμμονές μας περισυλλέγουνε τα σκουπιδιάρικα
όνειρα ξένα ράκη αλλότρια ζητωκραυγάσαμε
και τώρα εισπράττουμε απ' την εξέδρα μας βροχή δεκάρικα

Ξέσκισε η πόρνη η Ιστορία αρχαία οράματα
τώρα για σέρβις μάς ξαποστέλνει και για χαμόμηλο
την παρθενιά της επανορθώσαμε σφιχτά με ράμματα
την κουβαλήσαμε και μας κουβάλησε στον ανεμόμυλο.

Κώστας Τριπολίτης, «Ανεμολόγιο», από τον κύκλο τραγουδιών Συγνώμη για την άμυνα (1992), σε μουσική του Θάνου Μικρούτσικου.

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2019

Ο πιλότος Νάγκελ



[Στη μνήμη των «πιλότων» που φύγανε – για το μεγάλο τους ταξίδι μέσα στον χρόνο].

                                                    Στὸν ποιητὴ Ν. Ράντο

Ὁ Νάγκελ Χάρμπορ, Νορβηγὸς πιλότος στὸ Κολόμπο,
ἅμα ἔδινε κανονικὴ πορεία στὰ καράβια
ποὺ φεῦγαν γιὰ τοὺς ἄγνωστους καὶ μακρινοὺς λιμένες,
κατέβαινε στὴ βάρκα του βαρύς, συλλογισμένος,
μὲ τὰ χοντρὰ τὰ χέρια του στὸ στῆθος σταυρωμένα,
καπνίζοντας ἕνα παλιὸ χωμάτινο τσιμπούκι,
καὶ σὲ μιὰ γλώσσα βορινὴ σιγὰ μονολογώντας
ἔφευγε μόλις χάνονταν ὁλότελα τὰ πλοῖα.

Ὁ Νάγκελ Χάρμπορ, πλοίαρχος σὲ φορτηγὰ καράβια,
ἀφοῦ τὸν κόσμο γύρισεν ὁλόκληρο, μιὰ μέρα
κουράστηκε κι ἀπόμεινε πιλότος στὸ Κολόμπο.
Μὰ πάντα συλλογίζονταν τὴ μακρινή του χώρα
καὶ τὰ νησιὰ πού 'ναι γεμάτα θρύλους, τὰ Λοφοῦτεν.
Ὅμως μιὰ μέρα ἐπέθανε στὴν πιλοτίνα μέσα
ξάφνου σὰν ξεπροβόδισεν τὸ Steamer Tank «Fjord Folden»
ὅπου ἔφευγε καπνίζοντας γιὰ τὰ νησιὰ Λοφοῦτεν...


Νίκος Καββαδίας, «Ο πιλότος Νάγκελ», Μαραμπού, 1933.

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2019

Πάνω σ' έναν ξένο στίχο



Στην Έλλη, Χριστούγεννα 1931


Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι τού Οδυσσέα.*
Ευτυχισμένος αν στο ξεκίνημα, ένιωθε γερή την αρματωσιά
       μιας αγάπης, απλωμένη μέσα στο κορμί του,
       σαν τις φλέβες όπου βουίζει το αίμα.

Μιας αγάπης με ακατέλυτο ρυθμό, ακατανίκητης σαν τη
       μουσική και παντοτινής
γιατί γεννήθηκε όταν γεννηθήκαμε και σαν πεθαίνουμε,
       αν πεθαίνει, δεν το ξέρουμε ούτε εμείς ούτε άλλος
       κανείς.

Παρακαλώ το θεό να με συντρέξει να πω, σε μια στιγμή
       μεγάλης ευδαιμονίας, ποιά είναι αυτή η αγάπη·
κάθομαι κάποτε τριγυρισμένος από την ξενιτιά, κι ακούω
       το μακρινό βούισμά της, σαν τον αχό της θάλασσας
       που έσμιξε με το ανεξήγητο δρολάπι.

Και παρουσιάζεται μπροστά μου, πάλι και πάλι, το φάντασμα
       του Οδυσσέα, με μάτια κοκκινισμένα από του
       κυμάτου την αρμύρα
κι από το μεστωμένο πόθο να ξαναδεί τον καπνό που
       βγαίνει από τη ζεστασιά του σπιτιού του ** και το σκυλί
       του που γέρασε προσμένοντας στη θύρα.

Στέκεται μεγάλος, ψιθυρίζοντας ανάμεσα στ’ ασπρισμένα του
       γένια, λόγια της γλώσσας μας, όπως τη μιλούσαν
       πριν τρεις χιλιάδες χρόνια.
Απλώνει μια παλάμη ροζιασμένη από τα σκοινιά και το
       δοιάκι, με δέρμα δουλεμένο από το ξεροβόρι, από την
       κάψα κι από τα χιόνια.

Θα ’λεγες πως θέλει να διώξει τον υπεράνθρωπο Κύκλωπα
       που βλέπει μ’ ένα μάτι, τις Σειρήνες που σαν τις ακούσεις
       ξεχνάς, τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη απ’ ανάμεσό μας·
τόσα περίπλοκα τέρατα, που δε μας αφήνουν να στοχαστούμε
       πως ήταν κι αυτός ένας άνθρωπος που πάλεψε
       μέσα στον κόσμο, με την ψυχή και με το σώμα.

Είναι ο μεγάλος Οδυσσέας· εκείνος που είπε να γίνει το
       ξύλινο άλογο και οι Αχαιοί κερδίσανε την Τροία.
Φαντάζομαι πως έρχεται να μ’ αρμηνέψει πώς να φτιάξω
       κι εγώ ένα ξύλινο άλογο για να κερδίσω τη δική μου
       Τροία.

Γιατί μιλά ταπεινά και με γαλήνη, χωρίς προσπάθεια,
       λες με γνωρίζει σαν πατέρας
είτε σαν κάτι γέρους θαλασσινούς, που ακουμπισμένοι στα
       δίχτυα τους, την ώρα που χειμώνιαζε και θύμωνε ο αγέρας,

μου λέγανε, στα παιδικά μου χρόνια, το τραγούδι τού
       Ερωτόκριτου, με τα δάκρυα στα μάτια·
τότες που τρόμαζα μέσα στον ύπνο μου ακούγοντας την
       αντίδικη μοίρα της Αρετής να κατεβαίνει τα μαρμαρένια
       σκαλοπάτια.

Μου λέει το δύσκολο πόνο να νιώθεις τα πανιά του καραβιού σου
       φουσκωμένα από τη θύμηση και την ψυχή σου
       να γίνεται τιμόνι.
Και να ’σαι μόνος, σκοτεινός μέσα στη νύχτα και ακυβέρνητος
       σαν τ’ άχερο στ’ αλώνι.

Την πίκρα να βλέπεις τους συντρόφους σου καταποντισμένους
       μέσα στα στοιχεία, σκορπισμένους: έναν-έναν.
Και πόσο παράξενα αντρειεύεσαι μιλώντας με τους πεθαμένους,
       όταν δε φτάνουν πια οι ζωντανοί που σου
       απομέναν.

Μιλά… βλέπω ακόμη τα χέρια του που ξέραν να δοκιμάσουν
       αν ήταν καλά σκαλισμένη στην πλώρη η γοργόνα
να μου χαρίζουν την ακύμαντη γαλάζια θάλασσα μέσα
       στην καρδιά του χειμώνα.


Γιώργος Σεφέρης, «Πάνω σ’ έναν ξένο στίχο». Το ποίημα γράφτηκε το 1931 στο Λονδίνο, πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η Σεπτεμβρίου 1932 και εντάχθηκε στην ποιητική συλλογή Τετράδιο Γυμνασμάτων (1928-1937)
- α’ έκδοση: Μάιος 1940. 

* Παραλλαγή του πρώτου στίχου του σονέτου «Το ωραίο ταξίδι» του Γάλλου ποιητή, κριτικού και ιδρυτικού μέλους της “La Pléiade” Joachim du Bellay (1522-1560), από την ποιητική συλλογή Les Regrets (γραμμένη στη Ρώμη από το 1553 έως το 1557, α’ έκδοση: Παρίσι 1558):
Heureux qui, comme Ulysse, a fait un beau voyage
(=Ευτυχισμένος όποιος, σαν τον Οδυσσέα, έκανε ένα όμορφο ταξίδι)

** Πβ. Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία α, στίχοι 57-59:
κι εκείνος λαχταρώντας και μονάχα καπνό απ' τον τόπο του να δει ν' ανηφορίζει, ανέλπιδος ποθεί το θάνατο.
(Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης - Iωάννης Κακριδής).