[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Τρίτη 21 Ιουλίου 2020

Αγαπάω



Ἀγαπάω τ᾿ ὅτι εἶνε θλιμμένο στὸν κόσμο.
Τὰ θολὰ τὰ ματάκια, τοὺς ἀρρώστους ἀνθρώπους,
τὰ ξερὰ γυμνὰ δέντρα καὶ τὰ ἔρημα πάρκα,
τὶς νεκρὲς πολιτεῖες, τοὺς τρισκότεινους τόπους.

Τοὺς σκυφτοὺς ὁδοιπόρους ποὺ μ᾿ ἕνα δισάκκι
γιὰ μιὰ πολιτεία μακρυνὴ ξεκινᾶνε,
τοὺς τυφλοὺς μουσικοὺς τῶν πολύβοων δρόμων,
τοὺς φτωχούς, τοὺς ἀλῆτες, αὐτοὺς ποὺ πεινᾶνε.

Τὰ χλωμὰ τὰ κορίτσια ποὺ πάντα προσμένουν
τὸν ἱππότην ποὺ εἶδαν μιὰ βραδυὰ στ᾿ ὄνειρό τους,
νὰ φανῇ ἀπ᾿ τὰ βάθη τοῦ ἀπέραντου δρόμου.
Τοὺς κοιμώμενους κύκνους πάνω στ᾿ ἀσπρόφτερό τους.

Τὰ καράβια ποὺ φεύγουν γιὰ καινούρια ταξίδια
καὶ δὲν ξέρουν καλὰ ἂν ποτὲ θἂρθουν πίσω
ἀγαπάω, καὶ θἂθελα μαζύ τους νὰ πάω
κι οὔτε πειὰ νὰ γυρίσω.

Ἀγαπάω τὶς κλαμμένες ὡραῖες γυναῖκες
ποὺ κυττᾶνε μακρυά, ποὺ κυττᾶνε θλιμμένα...
ἀγαπάω σὲ τοῦτον τὸν κόσμο ὅ,τι κλαίει
γιατὶ μοιάζει μ᾿ ἐμένα.


Νίκος Καββαδίας (1910-1975), «Αγαπάω», περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαιδείας του Παύλου Δρανδάκη, αρ. φύλλου 173, σελίδα 103, 10 Μαρτίου 1929. [Τηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτότυπου].