[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

"Καβάφης"


Άθως και Κική Δημουλά (πηγή: Λογοτεχνικό
Ημερολόγιο των εκδόσεων Γαβριηλίδη).
Τη φαντασία την εντελώς αδέσμευτη

δε συμπαθώ. Δεν έχει χάρες. Και είναι
χρήσιμη για τα όνειρα μόνο.
                                               Εγώ
την άλλη φαντασία αγαπώ, αυτή
που προσπαθεί ένα παρελθόν να ζωντανέψει
και που στηρίζεται σε μνήμες του,
σποραδικές και ασύνδετες, ζητώντας
γύρω τους άρτιο ένα σύνολο να πλάσει
με τάξη, προσοχή και μέτρο.
Κι έτσι, προπάντων, που το χρώμα τους,
το χρώμα αυτών των ερειπίων,
των αβεβαίων γεγονότων το αίσθημα,
μέσα στο έργο της ενισχυμένο
να περάσει.
                     Αυτό το δύσκολο είναι
που εκτιμώ. Αυτήν εγώ αγαπώ
τη φαντασία, τη δεσμευόμενη,
την οδηγουμένη φαντασία που,
όλο συγκίνηση, πάντοτε γύρω
από πολύτιμα εμπόδια έρπει.
                                               Και
χρήσιμη είναι – τόσο – για την τέχνη μου.


Άθως Δημουλάς (1921-1985), «Καβάφης», Ελληνικά καβαφογενή ποιήματα, Επιλογή:
Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Πατρών, 2003, σσ. 80-81.

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

Με τον τρόπο του Γ. Σ.

Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει.

Στο Πήλιο μέσα στις καστανιές το πουκάμισο του Κενταύρου
γλιστρούσε μέσα στα φύλλα για να τυλιχτεί στο κορμί μου
καθώς ανέβαινα την ανηφόρα κι η θάλασσα μ' ακολουθούσε
ανεβαίνοντας κι αυτή σαν τον υδράργυρο θερμομέτρου
ώσπου να βρούμε τα νερά του βουνού.
Στη Σαντορίνη αγγίζοντας νησιά που βουλιάζαν
ακούγοντας να παίζει ένα σουραύλι κάπου στις αλαφρόπετρες
μου κάρφωσε το χέρι στην κουπαστή
μια σαΐτα τιναγμένη ξαφνικά
από τα πέρατα μιας νιότης βασιλεμένης.
Στις Μυκήνες σήκωσα τις μεγάλες πέτρες και τους θησαυρούς των Ατρειδών
και πλάγιασα μαζί τους στο ξενοδοχείο της «Ωραίας Ελένης του Μενελάου»·
χάθηκαν μόνο την αυγή που λάλησε η Κασσάντρα
μ' έναν κόκορα κρεμασμένο στο μαύρο λαιμό της.
Στις Σπέτσες στον Πόρο και στη Μύκονο
με χτίκιασαν οι βαρκαρόλες.

Τι θέλουν όλοι αυτοί που λένε
πως βρίσκουνται στην Αθήνα ή στον Πειραιά;
O ένας έρχεται από τη Σαλαμίνα και ρωτάει τον άλλο μήπως «έρχεται εξ Oμονοίας»
«Όχι έρχομαι εκ Συντάγματος» απαντά κι είν' ευχαριστημένος
«βρήκα το Γιάννη και με κέρασε ένα παγωτό».
Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει
δεν ξέρουμε τίποτε δεν ξέρουμε πως είμαστε ξέμπαρκοι όλοι εμείς
δεν ξέρουμε την πίκρα του λιμανιού σαν ταξιδεύουν όλα τα καράβια·
περιγελάμε εκείνους που τη νιώθουν.

Παράξενος κόσμος που λέει πως βρίσκεται στην Αττική και δε βρίσκεται πουθενά·
αγοράζουν κουφέτα για να παντρευτούνε
κρατούν «σωσίτριχα» φωτογραφίζουνται
ο άνθρωπος που είδα σήμερα καθισμένος σ' ένα φόντο με πιτσούνια και με λουλούδια
δέχουνταν το χέρι του γερο-φωτογράφου να του στρώνει τις ρυτίδες
που είχαν αφήσει στο πρόσωπό του
όλα τα πετεινά τ' ουρανού.

Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα ταξιδεύει
κι αν «ορωμεν ανθουν πελαγος Αιγαιον νεκροις»*
είναι εκείνοι που θέλησαν να πιάσουν το μεγάλο καράβι με το κολύμπι
εκείνοι που βαρέθηκαν να περιμένουν τα καράβια που δεν μπορούν να κινήσουν
την ΕΛΣΗ τη ΣΑΜOΘΡΑΚΗ τον ΑΜΒΡΑΚΙΚO.
Σφυρίζουν τα καράβια τώρα που βραδιάζει στον Πειραιά
σφυρίζουν ολοένα σφυρίζουν μα δεν κουνιέται κανένας αργάτης
καμιά αλυσίδα δεν έλαμψε βρεμένη στο στερνό φως που βασιλεύει
ο καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μες στ' άσπρα και στα χρυσά.

Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει·
παραπετάσματα βουνών αρχιπέλαγα γυμνοί γρανίτες…
Το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓ ΩΝΙΑ 937.

                                                              Α/π Αυλίς, περιμένοντας να ξεκινήσει.
                                                                              Καλοκαίρι 1936
 
Γιώργος Σεφέρης, «Με τον τρόπο του Γ. Σ.», Τετράδιο Γυμνασμάτων, Αθήνα, Μάρτης 1940.


* «βλέπουμε ν’ ανθίζει νεκρούς το Αιγαίο» (Αισχύλου Αγαμέμνων, 659).

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Φοβάμαι

Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.

Το ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη «Φοβάμαι» γράφτηκε πριν από τριάντα χρόνια
(το Νοέμβρη του 1983) και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αυγή.

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

I shall not live in vain


Έμιλυ Ντίκινσον (1830-1886), δαγκεροτυπία (περ. 1848) που ανήκει στο Πανεπιστήμιο Yale.

 If I can stop one heart from breaking,
I shall not live in vain;
If I can ease one life the aching,
Or cool one pain,
Or help one fainting robin
Unto his nest again,
I shall not live in vain.

Emily Dickinson, [FR 982/J 919], 1865.

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013

Το πλοίο των τρελών


 Ιερώνυμος Μπος, Το πλοίο των τρελών,
ελαιογραφία, 1490-1500, Μουσείο Λούβρου.

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

Τετράδιον της μαθητρίας

Κοιμάμαι κι ονειρεύομαι προβλήματα
         όλα τα πυθαγόρεια θεωρήματα
 Τα θαύματα της τριγωνομετρίας
         μέσα στο μπλε «Τετράδιον της Μαθήτριας»

Απ' την αρχή την Κάθοδο των Αχαιών
         τις μάχες των Ελλήνων κατά των Περσών
 Να μάθω για τον πόλεμο της Τροίας
         μέσα στο μπλε «Τετράδιον της Μαθητρίας»

Των αγοριών τα κεφαλαία ονόματα
          και τα γυμνά σχεδιασμένα σώματα
 Παλιόλογα και λόγια της λατρείας
          μέσα στο μπλε «Τετράδιον της Μαθητρίας».
 
Οδυσσέας Ελύτης, «Το "Τετράδιον της Μαθητρίας"», Τα ρω του έρωτα (1972),
Αθήνα, εκδόσεις Ύψιλον, 2006.

Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2013

Παλιό γράμμα


Pietro Antonio Rotari (1707-1762), Κορίτσι που γράφει ερωτική επιστολή,
ελαιογραφία, περ. 1755, Μουσείο Norton Simon, Pasadena, California.

Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013

Με την πρώτη σταγόνα

Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι
Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα !
Κατά πού θ' απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει
        πια ο καιρός
Κατά πού θ' αφήσουμε τα μάτια μας τώρα που οι μακρινές γραμμές
        ναυάγησαν στα σύννεφα
Τώρα που κλείσανε τα βλέφαρά σου απάνω στα τοπία μας
Κι είμαστε – σα να πέρασε μέσα μας η ομίχλη –
Μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ' τις νεκρές εικόνες σου.

Με το μέτωπο στο τζάμι αγρυπνούμε την καινούρια οδύνη
Δεν είναι ο θάνατος που θα μας ρίξει κάτω μια που Εσύ υπάρχεις
Μια που υπάρχει αλλού ένας άνεμος για να σε ζήσει ολάκερη
Να σε ντύσει από κοντά όπως σε ντύνει από μακριά η ελπίδα μας
Μια που υπάρχει αλλού
Καταπράσινη πεδιάδα πέρ' από το γέλιο σου ως τον ήλιο
Λέγοντάς του εμπιστευτικά πως θα ξανασυναντηθούμε πάλι
Όχι δεν είναι ο θάνατος που θ' αντιμετωπίσουμε
Παρά μια τόση δα σταγόνα φθινοπωρινής βροχής
Ένα θολό συναίσθημα
Η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος μεσ’ στις ψυχές μας
       που όσο παν κι απομακρύνονται

Κι αν δεν είναι το χέρι σου στο χέρι μας
Κι αν δεν είναι το αίμα μας στις φλέβες των ονείρων σου
Το φως στον άσπιλο ουρανό
Κι η μουσική αθέατη μέσα μας ω ! μελαγχολική
Διαβάτισσα όσων μας κρατάν στον κόσμο ακόμα
Είναι ο υγρός αέρας η ώρα του φθινοπώρου ο χωρισμός
Το πικρό στήριγμα του αγκώνα στην ανάμνηση
Που βγαίνει όταν η νύχτα πάει να μας χωρίσει από το φως
Πίσω από το τετράγωνο παράθυρο που βλέπει προς τη θλίψη
Που δε βλέπει τίποτε
Γιατί έγινε κιόλας μουσική αθέατη φλόγα στο τζάκι
        χτύπημα του μεγάλου ρολογιού στον τοίχο
Γιατί έγινε κιόλας
Ποίημα στίχος μ' άλλον στίχο αχός παράλληλος με τη βροχή
        δάκρυα και λόγια
Λόγια όχι σαν τ' άλλα μα κι αυτά μ' ένα μοναδικό τους
        προορισμόν: Εσένα !

                           [Φθινόπωρο 1934]
 
Οδυσσέας Ελύτης, «Ελένη», Προσανατολισμοί (1940) – ενότητα «Σποράδες»,
Αθήνα, εκδόσεις Ίκαρος, 11966.

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

Του Αιγαίου

Ο έρωτας
Το αρχιπέλαγος
Κι η πρώρα των αφρών του
Κι οι γλάροι των ονείρων του
Στο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης ανεμίζει
Ένα τραγούδι

Ο έρωτας
Το τραγούδι του
Κι οι ορίζοντες του ταξιδιού του
Κι η ηχώ της νοσταλγίας του
Στον πιο βρεμένο βράχο της η αρραβωνιαστικιά προσμένει
Ένα καράβι

Ο έρωτας
Το καράβι του
Κι η αμεριμνησία των μελτεμιών του
Κι ο φλόκος της ελπίδας του
Στον πιο ελαφρό κυματισμό του ένα νησί λικνίζει
Τον ερχομό.


Οδυσσέας Ελύτης, Πρώτα ποιήματα: «Του Αιγαίου», Ι, Προσανατολισμοί (1940),
Αθήνα, εκδόσεις Ίκαρος, 11966.

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013

Χειρόγραφο

Χειρόγραφο του Ελύτη (αρχείο Δ. Φωτόπουλου) από την έκδοση της εφημερίδας Ελευθεροτυπία "Λέσχη αθανάτων - Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996)", 5-12-2009.

Κυριακή 30 Ιουνίου 2013

Νεότερα από τον ποιητή Ευμένη

Μόλις ξεπεράσω το ρίγος των δικών μου ποιημάτων
θα ασχοληθώ με τον κόσμο των πραγμάτων.
Θ’ ανοίξω γράμματα, θα ξεφυλλίσω βιβλία —
ανεξάντλητο απόθεμα για ειρωνεία.

Μακάρι να διέθετα περισσότερη ασέλγεια.
Εισπράττω μόνο του στιχουργού τα δικαιώματα
φαγώθηκα με τις παρομοιώσεις και τα χρώματα
μα υπελείφθην, λένε, σε ποιητική ενέργεια.

Ασφαλώς, έχω στην τέχνη κάποια σημασία.
Στις κρίσεις μου γενικά επιδεικνύω ανοχή
Τι ν’ απαντήσω: αντιδώρημα ή αντιπαροχή;
Οι αφιερώσεις μού προξενούν αμηχανία.

Ποιητής των αχράντων μας των μυστηρίων
(καθόλου τυχαία, κύριοι, η περίπτωσή μου)
αδικήθηκα φριχτά από τη νεύρωσή μου.
Εγώ, λογιστής απλώς των ερειπίων;

Να βρω έναν στίχο που δεν τον έχουν περπατήσει
— δεν με αποθαρρύνει της συνθέσεως η βραδύτης.
Η υψηλή έμπνευσή μου θα μιλήσει.
Είναι καλύτερος από μένα ο Ελύτης;


Μάριος Μαρκίδης, Παρά ταύτα, εκδ. Νεφέλη, 2001.

Παρά ταύτα

Παρά ταύτα θα ξυπνήσω
(έτσι πήγε να συνεχίσει τον εξάψαλμο ο γκρινιάρης άνθρωπος)
το αγώι ξυπνάει, λένε, τον αγωγιάτη.
Παντού και πάντοτε η έπαρση σημαίας…
Έχεις πρώτον να σηκώσεις τα ρολά
ν’ αφήσεις, δεύτερον, πίσω τον Συρκούφ*
να ονειροπολεί
απ’ το κατάρτι του
σαν ξενιτεμένος

Παρά ταύτα, λοιπόν, εγώ θα ξυπνήσω
(έτσι έκλεισε τα μάτια πικραμένος και ήρεμος)
μα εκτός από το ότι ξύπνησα
για τίποτα δεν θα μετανοήσω.

Από την τελευταία ποιητική συλλογή του Μάριου Μαρκίδη, Παρά ταύτα,
Αθήνα, εκδόσεις Νεφέλη, 2001. (Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2002).


* Robert Surcouf (1773-1827): Γάλλος ναυτικός, πειρατής και ναυπηγός.

Σάββατο 1 Ιουνίου 2013

Σαν ένα κύμα

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος

Σαν ένα κύμα θά 'ρτει. Ή σαν το ξαφνικό το φως που αστράφτει στον ορίζοντα – φανάρι που δεν τό 'δειχναν οι χάρτες. Σαν ένα κύμα. Πάνω στα λάδια και τα γράσσα, πάνω στα μαύρα κουρασμένα σίδερα. Σαν ένα κύμα. Στα βρώμικα, κρυφά φορτία. Στα σκοτεινά και φοβισμένα αμπάρια. Σαν ένα κύμα θά 'ρτει – μα εσύ πορεία μην αλλάζεις. Δώσε το στίγμα κι ετοιμάσου μια για πάντα να ξυπνήσεις.

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Νόστιμον ήμαρ, 1988.
Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Σημειώσεις, 1988.
 
Πηγή:
Γ. Λυκιαρδόπουλος, Υπό ξένην σημαία (ποιήματα 1967-1988), Αθήνα, εκδ. Ύψιλον, 1991.

Ακτή

Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος γύρισε σπίτι του ἐπιτέλους
ἄφησε τὴ μοναξιά του στὰ τραγούδια
ἄφησε τοὺς συντρόφους του σὲ μιὰ σχεδία
ἔκοψε τὰ γένια του χαμογελάει σὲ ὅλους.

Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ πιὰ οὔτε νὰ κλάψει
γιατί οἱ δικοί του εἶν’ εὐτυχεῖς ποὺ τὸν κερδίσαν πάλι
γιατί τὸ κύμα ποὺ ’ρθε κι ἔφυγε παίρνοντας τόση ζωὴ
αὐτὸν τὸ γιὸ τὸν ἀκριβὸ τὸν ξέρασε πίσω στ’ ἀκρογιάλι.

Ἐδῶ μεγάλωσε καὶ πέθανε σ’ αὐτὰ τὰ μέρη
κοντὰ στὴ μάνα του καὶ τὸν πατέρα του ἔχασε τὴν ψυχή του
ἐδῶ δίπλα στὴ θάλασσα τὸν σάπισε τὸ καλοκαίρι
κι ἡ ἄμμος ἤπιε τὴ φωνή του.

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Ακτή (1969).
Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Προτάσεις, 1972.

Δεν θα 'ρθούμε

Δεν θα 'ρθούμε. Τα χρόνια τα κύματα μας έβγαλαν αλλού. Το σπαθί βρέθηκε να 'ναι χαρτοκόπτης, το εμβατήριο μακρινό τραγούδι μες στη νύχτα. Εδώ χρειάζονταν ταμπούρλα κι αντοχή, εδώ χρειάζονταν λαοί ολόκληροι με τα μπράτσα τους και τα κεφάλια τους. Τι να σου κάνει ο φίλος εκείνος που ξεχάσαμε κι ο άλλος που μας ξέχασε ή θα μας ξεχάσει; Τι να σου κάνουνε τα λίγα εκείνα χρόνια που μπορέσαμε να σταθούμε όρθιοι γύρω σε μια ιαχή; Εδώ χρειάζονταν αιώνες καθαρής γεωμετρίας, κανόνες ανοξείδωτοι σ' όλους τους καιρούς, κι εμείς δεν είχαμε ούτε δυο στέρεα χρόνια. Μονάχα λέξεις αφήσαμε πίσω μας, λέξεις κλεμμένες από φτωχούς άρρωστους προγόνους που ξεχάσαμε κιόλας τ' όνομά τους. Δεν θα 'ρθούμε. Πέρασε η πλώρη μας στ' ανοιχτά του μέλλοντος, η λάμψη του χαράχτηκε για πάντα στα μάτια μας και στα χειρόγραφά μας – αθάνατη σαν την πληγή της πρώτης μας αγάπης.

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Υπό ξένην σημαία (1967).
Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Προτάσεις, 1972.

Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

Παλιά τραγούδια


Μανόλης Αναγνωστάκης


 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Δρόμοι παλιοὶ ποὺ ἀγάπησα καὶ μίσησα ἀτέλειωτα
Κάτω ἀπ᾿ τοὺς ἴσκιους τῶν σπιτιῶν νὰ περπατῶ
Νύχτες τῶν γυρισμῶν ἀναπότρεπτες κι ἡ πόλη νεκρὴ
Τὴν ἀσήμαντη παρουσία μου βρίσκω σὲ κάθε γωνιὰ

Κάμε νὰ σ᾿ ἀνταμώσω, κάποτε, φάσμα χαμένο τοῦ πόθου μου
Κι ἐγὼ ξεχασμένος κι ἀτίθασος νὰ περπατῶ κρατώντας
Ακόμα μιὰ σπίθα τρεμόσβηστη στὶς ὑγρές μου παλάμες.

(Καὶ προχωροῦσα μέσα στὴ νύχτα χωρὶς
Νὰ γνωρίζω κανένανε κι οὔτε
Κανένας μὲ γνώριζε).

Μανόλης Αναγνωστάκης, «Πέντε μικρά θέματα», ΙΙΙ, Εποχές (1941-1944), Θεσσαλονίκη,
ιδιωτική έκδοση, Οκτώβριος 1945.



Μίκης Θεοδωράκης και Μανόλης Αναγνωστάκης
 
Ὅταν μιὰν ἄνοιξη χαμογελάσει
θὰ ντυθεῖς μιὰ καινούργια φορεσιὰ
καὶ θὰ ’ρθεις νὰ σφίξεις
τὰ χέρια μου
παλιέ μου φίλε

Κι ἴσως κανεὶς δὲ σὲ προσμένει
νὰ γυρίσεις
Μὰ ἐγὼ νιώθω τοὺς χτύπους
τῆς καρδιᾶς σου
Κι ἕνα ἄνθος φυτρωμένο
στὴν ὥριμη πικραμένη σου μνήμη.

Κάποιο τρένο τὴ νύχτα
σφυρίζοντας
ἢ ἕνα πλοῖο μακρινὸ
κι ἀπροσδόκητο
θὰ σὲ φέρει μαζὶ μὲ  τὴ νιότη μας
καὶ τὰ ὄνειρά μας.

Κι ἴσως τίποτα ἀλήθεια
δὲν ξέχασες
μὰ ὁ γυρισμὸς πάντα ἀξίζει
περσότερο
ἀπὸ κάθε μου ἀγάπη
κι ἀγάπη σου
παλιέ μου φίλε.
 
Μίκης Θεοδωράκης (μουσική) – Μανόλης Αναγνωστάκης (ποίηση), «Μπαλάντες», 1975.

Σάββατο 18 Μαΐου 2013

Dummheit

Νίκος Εγγονόπουλος
   […]   Σημειωτέον ότι στο μεταξύ ο πόλεμος είχε φτάσει πια ως εδώ. Στρατεύθηκα* και με έστειλαν στην πρώτη γραμμή, στην «γραμμή πυρός», όπου με βαστήξανε πεισματάρικα, μέχρι το τέλος των επιχειρήσεων. Δίχως καμιάν ανάπαυλα, αν εξαιρέσω ένα αρκετά βασανιστικό «ιντερμέδιο» στη «Διλοχία Πειραιώς», απλούν «πειθαρχικόν λόχον». Γιατί κανείς δεν αγνοεί ότι, ιδιαίτερα στην περίοδο της όντως αλησμονήτου «4ης Αυγούστου», ο όρος «διανοούμενος» συνεπήγετο και την έννοια του «υπόπτου». Ύστερα από φονικότατη μάχη, στις 13 Απριλίου 1941, συνελήφθην αιχμάλωτος, κρατήθηκα, με τους συναδέλφους μου, παρανόμως, από τους Γερμανούς, σε στρατόπεδα «εργασίας αιχμαλώτων», δραπέτευσα, αλώνισα, με τα πόδια, πάνω από την μισήν Ελλάδα, και τέλος επέστρεψα εις τα ίδια. Η εχθρότης και τα «rires jaunes» διατηρόνταν ακόμη αναλλοίωτα, και διετηρήθησαν μέχρι την εποχή του «Μπολιβάρ». Το ποίημα άρεσε στην τότε νεολαία και, σιγά-σιγά, η κατάσταση άρχισε να μαλακώνη. Ίσαμε το σημείο να μου απονεμηθή, το 1958, από το Υπουργείο Παιδείας, το «Α´ βραβείο ποιήσεως» για την εκδοθείσα τον προηγούμενο χρόνο συλλογή μου, αλλά και «διά την προτέραν ποιητικήν προσφοράν» μου. Είναι η μόνη τιμή που μου έγινε ποτέ από το επίσημο κράτος. Με ξάφνιασε δε διπλά, γιατί πρώτον δεν είχα κάμει καμιάν αίτηση και, ως το συνηθίζω, κανένα διάβημα, γι’ αυτό το σκοπό, αλλά και γιατί τα περισσότερα μέλη της Επιτροπής δεν ήσαν φίλοι της δουλειάς μου, και πολλά εξακολουθούν να μην είναι και σήμερα.
   Είπα, πιο πάνω, ότι οι βιαιότητες των εναντίον μου επιθέσεων δεν με σταματήσανε ποσώς από του να ζωγραφίζω και να «γράφω» ποιήματα. Δεν μπορώ όμως να πω ότι δεν με δυσκόλεψαν, και πολύ μάλιστα, στη ζωή μου. Καθώς δεν είμαι «οικονομικώς ανεξάρτητος», και μη έχοντας ικανότητα καμιά γι’ αυτά που λεν «διπλωματίες», εργάστηκα συνεχώς, σκληρά, ως υπάλληλος, χωρίς να λείψω ούτε στιγμή. Για να εξασφαλίσω και την ελευθερία μου, και τον λίγο καιρό, και τα ακόμη λιγώτερα μέσα που μου επέτρεψαν να εργαστώ καλλιτεχνικά. Ένας Θεός ξέρει τι απαιτητική, τι πολυδάπανη είναι η ζωγραφική επιστήμη. Τον Μαικήνα δεν τον συνήντησα ποτέ. Υπήρξα καλός υπάλληλος κι αυτό μου το επιτρέπουν ναν το πω τα διάφορα πιστοποιητικά «ικανοποιήσεως» των κατά καιρούς, λίγων ευτυχώς, εργοδοτών μου. Εύκολο να φανταστή κανείς με τι επιεική διάθεση οι διάφοροι εργοδόται είχαν την όρεξη να του εξασφαλίσουν «τα προς το ζην», σε υφιστάμενο που είχε την φήμη του ποιητού, και μάλιστα του «σκανδαλώδους ποιητού»! Ένας-δυο μού εφέρθηκαν και αφάνταστα σκληρά. Σήμερα, η πείρα μου μού επιτρέπει ναν το πω, με απόλυτη ευθύνη, πως, στον τόπο μας, και μάλιστα στα χρόνια τα δικά μας, η εκτίμησις εκδηλώνεται με αμείλικτη καταδίωξη. Πιστεύω πως, παλαιότερα, τον πνευματικό άνθρωπο, η νεο-ελληνική κοινωνία τον περιέβαλλε μόνο μ’ απόλυτη αδιαφορία, δίχως μίσος.
   Πάντως το πλέον οδυνηρό της όλης προπολεμικής μου αυτής περιπέτειας ήταν άλλο. Η στάσις των «ανθρώπων του πνεύματος» και των «συναδέλφων» γύρω μου. Από τους αδιάφορους προς την ποίηση, ή μάλλον τους ξεκάθαρα εχθρούς της ποιήσεως, οι λοιδωρίες κι οι επιθέσεις σ’ έναν γνήσιο εκπρόσωπό της. Χαρά τους να τον βρίσουν, να προσπαθήσουν να τον εξοντώσουν. Μέχρις εκείνων που μπορούσανε να καταλάβουν τι έλεγα, και να προσπαθήσουν να απαλύνουν, να κατευνάσουν το άνομο φέρσιμο, αλλά δεν το έκαμαν, ωθούμενοι είτε από συμφέρον, είτε από σκέτη ζήλεια. Μιαν απέραντη κλίμακα, απαισία τη θέα, ανθρωπίνων αδυναμιών και ανανδρίας. Μπροστά μου, άλλοι μου έκαναν τον φίλο, άλλοι τον επιεική, πίσω μου όλοι τους συνένωναν τις φωνές τους με το σκυλολόι. Να μη λείψουν να εκδικηθούν, με τον τρόπο τους, εκείνον που έκανε αυτό που κι οι ίδιοι θα ποθούσαν να έκαναν, αλλά δεν είχαν την ικανότητα.
   Κι οι Θεοί ηττώνται όταν τα βάλουν με τη βλακεία (Dummheit), λέει ο Γερμανός ποιητής. Πού θα βρισκόμουν καταβαραθρωμένος, που δεν είμαι, απλώς, παρά ένας ζωγράφος και ποιητής με σώμα θνητό; Αν εσώθηκα, αυτό το χρωστώ στους ελάχιστους φίλους που μου παραστάθηκαν. Και, προ πάντων, σε δύο  μ ε γ ά λ ο υ ς  που μ’ ευεργετήσανε ποικιλοτρόπως, και για τους οποίους πρέπει να πω εδώ την μεγάλη μου ευγνωμοσύνη. Εννοώ τον μεγάλο ζωγράφο Κωνσταντίνο Παρθένη και τον μεγάλο ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκο.
   […]

Νίκος Εγγονόπουλος, «Σημειώσεις» (απόσπασμα), Ποιήματα, τόμος Α’, εκδ. Ίκαρος, 21985.
 
* Ιανουάριος 1941: Ο Εγγονόπουλος επιστρατεύεται για το αλβανικό μέτωπο.

Ενθύμιον





Νίκος Εγγονόπουλος,

Au rendez-vous Allemand,

"Ενθύμιον της κατοχής.

Αθηναία κυρία μπροστά

σε Γερμανό κατακτητή",

ελαιογραφία.


Πηγή: www.engonopoulos.gr