Μαρμάρινη προτομή του Ευριπίδη. Ρωμαϊκό αντίγραφο (από ελληνικό πρωτότυπο του 330 περ. π.Χ.), Museo Pio-Clementino. |
Γέρασε ανάμεσα στη φωτιά της Tροίας
και στα λατομεία της Σικελίας.
Tου άρεσαν οι σπηλιές στην
αμμουδιά κι οι ζωγραφιές
της θάλασσας.Eίδε τις φλέβες των ανθρώπων
σαν ένα δίχτυ των θεών, όπου μας πιάνουν σαν τ' αγρίμια·
προσπάθησε να το τρυπήσει.
Ήταν στρυφνός, οι φίλοι του ήταν λίγοι·
ήρθε ο καιρός και τον σπαράξαν τα σκυλιά.
Γιώργος Σεφέρης, «Ευριπίδης, Αθηναίος», Ημερολόγιο καταστρώματος, Γ΄, Αθήνα, εκδ. Ίκαρος, 1955.