Τι
έκανες, γιε μου, εσύ κακό; Για τους δικούς σου κόπους
την
πλερωμή σου ζήτησες απ΄άδικους ανθρώπους.
Λίγο
ψωμάκι ζήτησες και σού `δωκαν μαχαίρι,
τον
ίδρωτά σου ζήτησες και σού `κοψαν το χέρι.
Δεν
ήσουν ζήτουλας εσύ να πας παρακαλιώντας,
με
τη γερή σου την καρδιά πήγες ορθοπατώντας
Και
χύμηξαν απάνου σου τα σμουλωχτά κοράκια
και
σού `πιαν το αίμα, γιόκα μου, σου κλείσαν τα χειλάκια.
Τώρα
οι παλάμες σου οι αχνές, μονάκριβέ μου κρίνε,
σα
δυο πουλάκια ανήμπορα και λυπημένα μού είναι,
Που
τα φτερά τους δίπλωσαν και πια δε φτερουγάνε
και
τα κρατάω στα χέρια μου και δε μου κελαϊδάνε.
Ω,
γιε μου, αυτοί που σ΄ έσφαξαν σφαγμένα να τα βρούνε
τα
τέκνα τους και τους γονιούς και στο αίμα να πνιγούνε.
Και
στο αίμα τους τη φούστα μου κόκκινη ναν τη βάψω,
και
να χορέψω. Αχ, γιόκα μου, δεν πάει μου να σε κλάψω.
Γιάννης
Ρίτσος, Επιτάφιος, μέρος XVI,
εκδ. Ριζοσπάστη, 1936.