Έτσι
λοιπόν κυλούσαν τα απογεύματα, λίγο με την κουβέντα λίγο με το πότισμα των
λουλουδιών, πέρασαν βδομάδες, μήνες, χρόνια, μεγαλώσαμε σαν από θαύμα θαρρείς
γιατί σαν θαύμα ακούγεται να προσεύχεσαι νυχθημερόν και να χορταίνεις την πίστη
σου με όνειρα,
ώσπου
ήρθε η στιγμή που ξεχαστήκαμε, η θερμοκρασία των γεγονότων μάς ξεπέρασε,
άρχισαν οι βεβαιότητες να φυλλορροούν μία μία, πρώτα οι παιδικές μας αφέλειες,
ύστερα οι νεανικές επαναστάσεις – οι εχθροί είχαν μ’ έναν περίεργο τρόπο
εξαφανιστεί,
στο
τέλος λαχανιασμένοι ωριμάσαμε με την μεγαλοπρέπεια μιας νίκης προσωπικής
χρήσεως, γιατί στο κάτω της γραφής όλα εδώ πληρώνονται.
Βασίλης Τσιπάς, Καθ’
οδόν, ποιήματα, Αθήνα, 2015.