[...]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Κ. Γ. Καρυωτάκης, [Είμαστε κάτι...], Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.

Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2018

Ο χρόνος είναι



Ο χρόνος είναι γρήγορος ίσκιος πουλιών
Τα μάτια μου ορθάνοιχτα μες στις εικόνες του

Γύρω απ' την ολοπράσινη επιτυχία των φύλλων
Οι πεταλούδες ζουν μεγάλες περιπέτειες

Ενώ η αθωότητα
Ξεντύνεται το τελευταίο της ψέμα

Γλυκιά περιπέτεια Γλυκιά
Η Ζωή.


Οδυσσέας Ελύτης, Πρώτα ποιήματα: «Δεύτερη φύση», ΙΙ, Προσανατολισμοί (1940), Αθήνα, εκδόσεις Ίκαρος, 11966.

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2018

Χριστουγεννιάτικη ιστορία



Κάθεται μόνος
και καθαρίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι.
Κανείς δε θά ’ρθει και το ξέρει,
κλείσαν οι δρόμοι από το χιόνι, σαν πέρυσι,
σαν πρόπερσι, Χριστούγεννα και πάλι
και τα ποτά κρυώνουν στο ντουλάπι.
Το τσίπουρο στυφό, το ούζο γάλα
και το κρασί ραγίζει τα μπουκάλια.
Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη.

Κάθεται μόνος του δίπλα στο τζάκι,
δεν πίνει, δεν καπνίζει, δε μιλάει.
Στην τηλεόραση χιονίζει,
το στρώνει αργά στο πάτωμα και στο τραπέζι
και στις παλιές φωτογραφίες,
γνώριμα μάτια των νεκρών,
που τον κοιτάζουν απ’ το μέλλον.
Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη
και μόνο το δικό της βλέμμα
έρχεται από τα περασμένα.

Κοντεύουνε μεσάνυχτα
και καθαρίζει τ’ όπλο του απ’ το πρωί.
Πώς να του πω «Καλά Χριστούγεννα»,
ευχές δε φθάνουν ως εδώ,
δρόμοι κλεισμένοι, τηλέφωνα κομμένα,
η σκέψη αρπάζεται απ’ το κλαδί της μνήμης,
μα να τρυπώσει δεν μπορεί στη μοναξιά του.
Μια μοναξιά που χτίστηκε σιγά σιγά
μ’ όλα τα υλικά και δίχως λόγια.

Κοντεύουν ξημερώματα κι ακόμη
γυαλίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι
με αργές κινήσεις σα να το χαϊδεύει.
Μένει στα δάχτυλα το λάδι
αλλά το χάδι χάνεται.
Θυμάται κυνηγετικές σκηνές
με αγριογούρουνα και χιόνια ματωμένα,
πριν γίνει θήραμα κι ο ίδιος
στην μπούκα ενός κρυμμένου κυνηγού,
που τον παραμονεύει αθέατος
αφήνοντας να τον προδίδουν κάθε τόσο
πότε μια λάμψη κάννης,
πότε μια κίνηση στις κουμαριές
κι η μυρωδιά απ’ τον βαρύ καπνό του.
Ξέρει καλά ότι κρατάει
μακρύκαννο παλιό μπροστογεμές
γεμάτο σκάγια και μπαρούτι μαύρο.
Όταν αποφασίσει να του ρίξει
δε θα προλάβει πάλι να τον δει
πίσω απ’ το σύννεφο της ντουφεκιάς του.

Αν σκέφτεται στ’ αλήθεια κάτι τέτοια,
και δεν τον τιμωρώ εγώ μ’ αυτές τις σκέψεις,
πώς να πλαγιάσει και να κοιμηθεί.
Λέω να γίνω πατέρας του πατέρα μου,
ένας πατέρας που του έτυχε
σιωπηλό και δύστροπο παιδί,
και να του πω μια ιστορία
για να τον πάρει ο ύπνος.

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε και τον πατέρα...

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε και τον πατέρα· απ’ τις μασχάλες πιάσ’ τονε
σα να ’ταν λαβωμένος. Όπου πηγαίνεις τα παιδιά
εκεί περπάτησέ τον, με το βαρύ αμπέχονο
                                στις πλάτες του ν’ αχνίζει.

Δώσ’ του κι ένα καλό σκυλί
και τους παλιούς του φίλους, και ρίξε χιόνι ύστερα
άσπρο σαν κάθε χρόνο. Να βγαίνει η μάνα να κοιτά
από το παραθύρι, την έγνοια της να βλέπουμε
στα γαλανά της μάτια, κι όλοι να της το κρύβουμε
                                           πως είναι πεθαμένη.

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε κι εμάς μαζί σου, με τους ανήλικους γονείς,
παιδάκια των παιδιών μας. Σε στρωματσάδα ρίξε μας
μια νύχτα του χειμώνα, πίσω απ’ τα ματοτσίνορα
ν’ ακούμε τους μεγάλους, να βήχουν, να σωπαίνουνε,
να βλαστημούν το χιόνι. Κι εμείς να τους λυπόμαστε
που γίνανε μεγάλοι και να βιαζόμαστε πολύ
να μοιάσουμε σ’ εκείνους, να δούν πως μεγαλώσαμε
                                              να παρηγορηθούνε.


Μιχάλης Γκανάς, «Χριστουγεννιάτικη ιστορία», Γυάλινα Γιάννενα,
εκδόσεις Καστανιώτης, 1989.

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2018

Το παράπονο

Κάθε φορά που πάω ν’ ανοίξω κουβέντα
μ’ έναν πεθαμένο φίλο
ξαναγυρίζει στη σκέψη μου
το παράπονο της ψυχής του Αχιλλέα:
«Πῶς ἔτλης Ἀϊδόσδε κατελθέμεν, ἔνθα τε νεκροὶ
ἀφραδέες ναίουσι, βροτῶν εἴδωλα καμόντων;» *

Γιώργης Παυλόπουλος, «Το παράπονο», Πού είναι τα πουλιά, Αθήνα, εκδ. Κέδρος, 2004.

* Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία λ (Νέκυια), στίχοι 475-476.
Κατά την κάθοδό του στον Άδη ο Οδυσσέας συνομίλησε και με τους νεκρούς ήρωες των Αχαιών, Αγαμέμνονα, Αχιλλέα και Αίαντα. Εδώ, ο Αχιλλέας εκφράζει την απορία και τον θαυμασμό του προς τον Οδυσσέα:
[...] «που τόλμησες να κατεβείς στον Άδη, όπου νεκροί μονάχα κατοικούν,
δίχως τον νου τους πια, είδωλα και σκιές βροτών που έχουν πεθάνει»
(μετάφραση Δ. Ν. Μαρωνίτης).

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2018

Η θάλασσα



                  Στον Σάκη Καράγιωργα

Μ’ έσπρωξαν μέσα ξαφνικά
και κλείσανε τη σιδερένια πόρτα.
Κάποιος απ’ το σκοτάδι είπε:
Πρώτα θα χάσεις τα μάτια σου.
Δεν πρέπει να βλέπεις. Όχι.
Θα βλέπεις τα πάντα μέχρι το τέλος.
Στάσου εκεί να με κοιτάζεις.
Να κοιτάς το θάνατό σου.

Εμένα στο νου μου η Θάλασσα.

Θα σου μπήξω το ξύλο τούτο στην κοιλιά
και θα σ’ το βγάλω από το στόμα.
Θέλω να ιδώ το αίμα σου
να χύνεται στις πλάκες
και τα σκυλιά μου να το γλείφουν.
Τραβήξου πέρα κάθαρμα
να μη λερώσεις τη στολή μου.

Εμένα στο νου μου η Θάλασσα.

Μπορώ να κάψω τον αέρα
για να μην ανασαίνεις πια.
Σιγά σιγά θα χάνεσαι
και θα σε περιμένω.
Ξέρω την ώρα τη στιγμή
που θα τα παραδώσεις.
Πρώτα θα σπάσεις. Μετά θα με παρακαλάς.
Μετά θα θέλεις να πεθάνεις.

Εμένα στο νου μου η Θάλασσα.

Όμως θα σε πετάξω από τη σκάλα
και θα σε ρίξω στο πηγάδι.
Είναι μια τρύπα μες στη γη
τσιμέντο και σκοτάδι.
Πάνω από το κεφάλι σου
θα βάλω σιδερένια σχάρα.
Εκεί θα μείνεις και θα τρελαθείς.
Μα πριν θα μαρτυρήσεις.

Εμένα στο νου μου η ΘΑΛΑΣΣΑ.


Γιώργης Παυλόπουλος, «Η Θάλασσα», Το σακί, Αθήνα, εκδόσεις Κέδρος, 1980.

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2018

Το τέλειο έγκλημα


Αποφάσισε  τότε – μη ρωτήσεις ποτέ το γιατί –
Γ. Παυλόπουλος (1924-2008)
αποφάσισε τότε να σκοτώσει το ποίημα.
Πήρε κάθε προφύλαξη έκρυψε το μαχαίρι
και παραμόνευε.

Το ποίημα βεβαίως δεν ήταν ανύποπτο.
Ήξερε τις προθέσεις του ποιητή από καιρό
αλλά μήτε τον απόφευγε μήτε τον προκαλούσε
και κάπου κάπου έκλαιγε κρυφά.

Ώσπου έγινε το τέλειο έγκλημα.

Μαχαιρωμένο το ποίημα
μέσα στην καρδιά του ποιητή
έμεινε άγνωστο για πάντα.


Γιώργης Παυλόπουλος, «Το τέλειο έγκλημα», Λίγος Άμμος, Αθήνα, εκδ. Νεφέλη, 1997.

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2018

Πορτραίτο ενός αγνώστου


Ν. Χατζιδάκι (1946-2017)

Ήταν μακριά. Καθώς πλησίαζε.
Μέσα στην σκόνη. Περίεργη σκόνη. Της ασφάλτου.
Λαμπύριζαν τα φύλλα στα δέντρα. Καθώς αιφνίδιες
                                           εστιάσεις κινήσεων.
Τα ακινητοποιούσαν.
Δεν ήταν ιδιαίτερα νέος. Έτσι έλεγε.
Αν και το δέρμα στο πρόσωπό του: Διηθήσεις του χρόνου
                                                                ακύμαντες.
Ταλαντεύσεις και μετακινήσεις μοριακών πληθυσμών.
                                                                    Καθώς.
Δραπετεύσεις κυττάρων, ψηλά στο μέτωπο.
Καθόταν με τις βαλίτσες του. Σε συσφιγκτήρια στάση.
Ήταν:

Ένα μπουκέτο νεαρά χέλια;
Ένα μαλθακό εντελβάϊς;
Ένα νηματώδες εδώδιμο;
Ένα αχανές τέλος;


Νατάσα Χατζιδάκι, «Πορτραίτο ενός αγνώστου», Άλλοι, Αθήνα, εκδόσεις Κέδρος, 1990.

Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

Λόγια



Μαλαματένια λόγια στο μαντήλι,
τα βρήκα στο σεργιάνι μου προχθές·
τ’ αλφαβητάρι πάνω στο τριφύλλι
σου μάθαινε το αύριο και το χθες,
μα εγώ περνούσα τη στερνή την πύλη
με του καιρού δεμένος τις κλωστές.

Τ’ αηδόνια σε χτικιάσανε στην Τροία
που στράγγιξες χαμένα μια γενιά·
καλύτερα να σ’ έλεγαν Μαρία
και να `σουν ράφτρα μες στην Κοκκινιά
κι όχι να ζεις μ’ αυτή την κομπανία
και να μην ξέρεις τ’ άστρο του φονιά.

Γυρίσανε πολλοί σημαδεμένοι
απ’ του καιρού την άγρια πληρωμή·
στο μεσοστράτι τέσσερις ανέμοι
τους πήραν για σεργιάνι μια στιγμή
και βρήκανε τη φλόγα που δεν τρέμει
και το μαράζι δίχως αφορμή.

Και σαν τους άλλους χάθηκαν κι εκείνοι,
τους βρήκαν να γαβγίζουν στα μισά
κι απ’ το παλιό μαρτύριο να `χει μείνει
ένα σκυλί τη νύχτα που διψά·
γυναίκες στη γωνιά μ’ ασετυλίνη
παραμιλούν στην ακροθαλασσιά.

Και στ’ ανοιχτά του κόσμου τα καμιόνια
θα ξεφορτώνουν στην Καισαριανή·
πώς έγινε με τούτο τον αιώνα
και γύρισε καπάκι η ζωή,
πώς το `φεραν η μοίρα και τα χρόνια
να μην ακούσεις έναν ποιητή.

Του κόσμου ποιος το λύνει το κουβάρι,
ποιος είναι καπετάνιος στα βουνά,
ποιος δίνει την αγάπη και τη χάρη
και στις μυρτιές του Άδη σεργιανά·
μαλαματένια λόγια στο χορτάρι
ποιος βρίσκει για την άλλη τη γενιά.

Με δέσαν στα στενά και στους κανόνες
και ξημερώνοντας μέρα κακή
τοξότες φάλαγγες και λεγεώνες
με πήραν και με βάλαν σε κλουβί
και στα υπόγεια ζάρια τους αιώνες
παιχνίδι παίζουν οι αργυραμοιβοί.

Ζητούσα τα μεγάλα τα κυνήγια
κι όπως δεν ήμουν μάγκας και νταής
περνούσα τα δικά σου δικαστήρια,
αφού στον Άδη μέσα θα με βρεις
να με δικάσεις πάλι με μαρτύρια
και σαν κακούργο να με τιμωρείς.

Μάνος Ελευθερίου, «Μαλαματένια λόγια», από τον κύκλο τραγουδιών Θητεία (1974)
σε μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου.


Στης ανάγκης τα θρανία
και στης φτώχειας το σχολειό
μάθαμε την κοινωνία
και τον πόνο τον παλιό.

Το σεργιάνι μας στον κόσμο
ήταν δέκα μέτρα γης,
όσο πιάνει ένα σπίτι
και ο τοίχος μιας αυλής.

Παραπονεμένα λόγια
έχουν τα τραγούδια μας
γιατί τ’ άδικο το ζούμε
μέσα από την κούνια μας.

Μάνος Ελευθερίου, «Παραπονεμένα λόγια», από τον κύκλο τραγουδιών
Σεργιάνι στον κόσμο (1979) σε μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου.

Σάββατο 11 Αυγούστου 2018

Κυκλώπεια

Joseph Mallord William Turner (1775-1851), Ο Οδυσσέας χλευάζει τον Πολύφημο,
ελαιογραφία, 1829, Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου.

Τρίτη 24 Ιουλίου 2018

Δίκοπη ζωή


Μάνος Ελευθερίου (1938-2018)

Απ’ το κακό και τ’ άδικο διωγμένο
κι όπως ενήστευες τη δίκοπη ζωή,
σε βρήκα ξαφνικά σημαδεμένο
να σ’ έχει ο κάτω κόσμος ξεγραμμένο
κι ο πάνω κόσμος να ‘ναι οι τροχοί
που σ’ έχουν στα στενά κυνηγημένο...

Και πήρες του καιρού τ’ αλφαβητάρι
και της αγάπης λόγια φυλαχτό,
για να βρει πάλι ρίζα το χορτάρι
και πήρες την ελπίδα και τη χάρη,
ψηλά να πας να χτίσεις κιβωτό
με την ελπίδα μόνο και τη χάρη...

Μα πώς να μην ξεχάσεις την αυλή σου
και την παλιά τη γνώμη καθενός,
όσους κρυφά περπάτησαν μαζί σου
να σημαδεύουν πάλι τη ζωή σου
και να ‘σαι το πουλί κι ο κυνηγός
στις μαύρες λαγκαδιές του παραδείσου...

Κρυφά και φανερά σ’ ακολουθούνε
οι συμμορίες κι οι βασανιστές
και ψάχνουν μέρα νύχτα να σε βρούνε,
μα δεν υπάρχει δρόμος να διαβούνε
γιατί ποτέ δεν ήταν ποιητές,
το χώμα που πατούν να προσκυνούνε…


Μάνος Ελευθερίου, «Η δίκοπη ζωή», από τον κύκλο τραγουδιών
Τροπάρια για φονιάδες, σε μουσική Θάνου Μικρούτσικου, 1977.

Σάββατο 21 Ιουλίου 2018

21 Ιουλίου 1928



Μνημόσυνον σε μαύρο μείζον
με βαθυπράσινους κισσούς για έναν
άνθρωπο που εις την Πρέβεζαν εχάθη.

Όσοι καμιά φορά από την Πρέβεζα περνάτε και στην υγρή κουφόβρασι στα καφενεία κάθεσθε να πιήτε έναν καφέ, ή ένα γλυκό του κουταλιού να φάτε, βαπόρι περιμένοντας ή κάποιο λεωφορείο, ακούοντας βοήν φωνών και συζητήσεων, ήχους ζαριών και επικλήσεις αυτών που σκύβουν επάνω από τα τάβλια, την μοίρα μάταια προσπαθώντας με τέχνη να παραμερίσουν, τα πούλια ζωηρά χτυπώντας, φιλώντας στις χούφτες των τα ζάρια, κουνώντας τα με δύναμιν και τέλος φωνάζοντας, καθώς τα ρίχνουν με ζέσιν ελπιζόντων: «Ντόρτια!… Δυάρες!… Εξάρες!…» όσοι, λέγω, σε αυτά τα καφενεία κάθεσθε, στη ζέστη του καλοκαιριού, την ώρα που φέρνετε στα χείλη σας το δροσερό ποτήρι, ή, μέσα στο ψύχος του χειμώνα τον αχνιστόν καφέ, προσμένοντας κάποιαν υπουργικήν απόφασιν, μετάθεσιν, ή κάποιο κέλευσμα ανεξιχνίαστον της Μοίρας, όσοι στα καφενεία της Πρεβέζης κάθεσθε, προσμένοντας τις οίδε τι – μην τον ξεχνάτε.
     Σε όλους τους τέτοιους καφενέδες – Πρεβέζης, Αθηνών, Πατρών – πάντα η ψυχή του θα πλανάται, όπως και εις τα στυγνά γραφεία τόσων νομαρχιών και υπουργείων, όπου ο ποιητής σε όλον του τον βίον, τις μέρες του εν μέσω τρομεράς ανίας μετρούσε σαν κομπολόι βαρετό, αυτός που έσφυζε εν τούτοις – ω, ειρωνεία – από θεσπέσια οράματα, για πράγματα που ο κόσμος ο πολύς, ο κόσμος ο κοντόφθαλμος ή και ο χυδαίος, χίμαιρες ή ουτοπίες τα ονομάζει. Διότι, αναμφιβόλως, ο ποιητής αυτός επάλλετο από τοιαύτα οράματα και αν έλεγε ο ίδιος ότι ιδανικά δεν είχε – είχε, μα από σεμνότητα ή απαλότητα ψυχής ή φόβον, ντρεπόταν να τα περιγράψη, ντρεπόταν να τα πη ή να τα ονομάση, αφού ήσαν όλα εδεμικά και πίστευε ότι ποτέ δεν θα μπορούσε, παρά μονάχα στα οράματά του τ’ απόκρυφα να τα εκφράση, να τα φθάση, ωσάν να ήτο κατηραμένος, κολασμένος ο νέος αυτός, ο τόσον (έξω απ’ την πράξιν την στερνήν και ίσως μέσα σε αυτήν) ο τόσον πολύ εν τη ουσία ευλογημένος.
     Ω, ναι, πάντα σε τέτοια μέρη – Κρανίου τόπος, Γολγοθάς, ή χώρες της Στυγός – πάντα η ψυχή του θα πλανάται. Και θα πλανάται πάντα σαν του αδικοσκοτωμένου την ψυχή, που την δικαίωσι ζητεί, σε όλα αυτά τα μέρη, καθώς και στα γραφεία εκείνα, όπου ο ποιητής αυτός, πίσω από σωρούς εγγράφων του δημοσίου (βουνά υψηλά του χαρτοβασιλείου) και εμπρός στην ειδεχθή του κόσμου υποκρισίαν, νυχθημερόν ο ποιητής διαβιών, παρά την σκωπτικήν που κάποτε τον έπιανε μανίαν, με οίστρον σεραφεικόν και εξαίσιον τους ουρανούς της απολύτου αθωότητος ωραματίζετο. Και ίσως να έβλεπε εκ νέου ο ποιητής τα όνειρα των παιδικών του χρόνων, εις μίαν υπερτάτην προσδοκίαν νοσταλγών την άλλην εκείνην Εδέμ, την της ενδομητρίου ζωής, που εγνώρισε εις την κοιλίαν της μητρός του, πριν γεννηθή, πριν να κοπή ο ομφάλιος λώρος, επιθυμών, ίσως, να βρη εκ νέου τας ηδονάς των μη ορατών πλασμάτων, των αγεννήτων την ευδαιμονίαν επιζητών, την ύπαρξιν εν τη ανυπαρξία, που την ωνόμαζε ο ποιητής «μηδέν» (ίσως, εννοών την ένωσίν του με το Παν, ίσως ποθών μίαν αρραγή υπερατομικήν αθανασίαν) επιδιώκων την επιστροφήν του εις την καθολικήν, την αδιαφοροποίητον ύπαρξιν εκ της οποίας προήλθε, αναζητών τον όλβον των μακάρων στην χλωρασιά της μάνας γης, ένθα πάσα οδύνη απέδρα.
     Μη πήτε λοιπόν ποτέ, ότι ο ποιητής αυτός δεν είχε ιδανικά, και την ύστατην πράξιν του δειλίαν μη την πήτε, μα πάντοτε να ενθυμήσθε, ιδίως όταν οι ευκάλυπτοι θροΐζουν στις αλλέες και βλέπετε κάποιον κατάκοπον εις την σκιάν των να κοιμάται, πάντα να ενθυμήσθε ότι αυτό που λέγεται Ειμαρμένη από δρόμους πολλούς μας έρχεται και προς σημεία απροσδόκητα συχνά πηγαίνει. Και να ενθυμήσθε πάντα τις πιστολιές εκείνες (τον Μαγιακόβσκη να ενθυμήσθε, τον Τρακλ, Εσσένιν και Κρεβέλ)*, τις πιστολιές εκείνες, που τις καρδιές τρυπούν και τις φωνές σωπαίνουν, πάντα να τις ενθυμήσθε, ό,τι και αν λεν, ό,τι και αν γράφουν οι εφημερίδες που τόσα και τόσα λεν – ως παραδείγματος χάριν: «Υπό συνθήκας αυτόχρημα δραματικάς, ο Κ.Κ. δημόσιος υπάλληλος εξ Αθηνών, μετατεθείς εις Πρέβεζαν εσχάτως, έθεσε τέρμα εις την ζωήν του… Στο Λύκειον των Ελληνίδων εδόθη χθες μέγας χορός∙ αι νεάνιδες του Λυκείου, φέρουσαι εθνικάς ενδυμασίας, εξετέλεσαν Ελληνικούς χορούς∙ το φόρεμα της κυρίας Μ… από οργκαντί με ντεκολτέ πολύ μεγάλο ήτο απεριγράπτου ωραιότητος… Ο πρόεδρος της κυβερνήσεως εδέχθη χθες τον πρεσβευτήν της Ιαπωνίας… Οι φορτοεκφορτωταί της Ερμουπόλεως απήργησαν… Ευρέθη νέον φάρμακον κατά της σπειροχαίτης… Εις οίκον κακόφημον του Πειραιώς, ο εκδορεύς Ιωάννης Ν… κατέσφαξε την ιερόδουλον Αναστασίαν Χ… μητέρα τριών τέκνων».
     Μη πήτε, λοιπόν, ποτέ, ότι ο νέος αυτός δεν είχε ιδανικά, διότι έσκυψε πολύ στο χείλος των αβύσσων (όπως αυτοί που κυνηγούν στα αλπικά βουνά, στην άκρη-άκρη των κρημνών τα εντελβάις), ακούων με φρίκην από υψηλά τους στόνους και τας οιμωγάς της Οικουμένης, ενώ, μεσ’ στην ψυχή του αντηχούσαν ίσως νεροσυρμαί κρυστάλλινοι και ήχοι θεσπέσιοι των Παραδείσων. Λόγια μη πήτε που να ισοδυναμούν με ψόγον ή με καταδίκην, διά τον νέον αυτόν που εις την Πρέβεζαν εχάθη, διότι η Πρέβεζα, όπου και αν βρίσκεσθε, πάντα κοντά σας θάναι. Και πάντα θα σας φοβερίζη, με καταχνιές, κουφόβρασι, με σπίτια που καταρρέουν, με τοίχους λεπρούς, με σκύλους ισχνούς και ψωραλέους, με ανθρώπους και κώνωπας ανωφελείς, με ελονοσίαν, με φυματίωσιν, με αιμοπτύσεις και φρικτήν αβάσταχτην ανίαν, με κάτι σαν πτώσιν λαιμητόμου σε νεκρικήν σιγήν, με κάτι σαν να εκσπερματίζης δίχως να έχης οργασμόν, με κάτι σαν περμαγκανάτ ή στύψι στον αέρα, με κάτι σαν άγονες γραμμές και αναμονές, με φράσεις ως οι ακόλουθες: «Ο κύριος Νομάρχης έρχεται… Δεν έρχεται… Ο κύριος Νομάρχης με το λαντώ του καταφθάνει!…» και με βαθειά, βαρειά μελαγχολία, καρδιοσπαράχτρα θλίψι, που φθάνει ως τους ουρανούς, πενθίμου καπνού τολύπη, πότε αργά, πότε γοργά, σαν σιγανού ή γρήγορου θανάτου λύπη, την ώρα που της καρδιάς, εν ακαρεί, ή με ανεπαισθήτως φθίνοντα βραδύ ρυθμό, σβήνουν για πάντα οι κτύποι.
     Μη πήτε λοιπόν ποτέ λόγον κακόν διά τον νέον αυτόν που εις την Πρέβεζαν εχάθη. Ήτο σπουδαίος ποιητής, που από τρίχα μόλις θα έψαλλε τους οργασμούς της γης και όλους τους έρωτας των άστρων, αν Μοίρα σκληρή δεν έστεφε το μέτωπόν του με βαθυπράσινον κισσόν που εκόπη από τάφους, μα που και έτσι ακόμη είναι κισσός, φυτό σπαρμένο απ’ τους θεούς, όπως και η δάφνη.
     Μη τον ξεχνάτε λοιπόν τον νέον αυτόν, το κάθετον τούτο λάβαρον της θλίψεως και του θανάτου, τον νέον αυτόν που εις τας ακτάς του Αμβρακικού απέπτη, τον άσπρον άγγελον με τα κατάμαυρα πτερά μη τον ξεχνάτε, και, ακόμη, να τον αγαπάτε. Ήτο μεγάλος ποιητής ο νέος αυτός και ευγενής. Το λέγω και θα το ξαναπώ πολλάκις – είναι μεγάλος ποιητής ο Κώστας Καρυωτάκης.

Αθήνα, 9.12.1964

Ανδρέας Εμπειρίκος, «Όταν οι ευκάλυπτοι θροΐζουν στις αλλέες»,
Οκτάνα, εκδόσεις Ίκαρος, 11980.

* Μνημονεύονται εδώ οι τέσσερεις σύγχρονοι του Καρυωτάκη (1896-1928) αυτόχειρες ποιητές των αρχών του 20ου αιώνα: Μαγιακόφσκι (1893-1930), Τρακλ (1887-1914), Γιεσένιν (1895-1925) και Κρεβέλ (1900-1935). Στις 3 Νοεμβρίου 1914, στην Κρακοβία, ο 27χρονος αυστριακός ποιητής Γκέοργκ Τράκλ, αφού αποτράπηκε από την προσπάθειά του να αυτοπυροβοληθεί, πεθαίνει από υπερβολική δόση ναρκωτικών∙ στις 27 Δεκεμβρίου 1925, στην Αγία Πετρούπολη, θα κρεμαστεί ο 30χρονος ρώσος ποιητής Σεργκέι Γιεσένιν, θύμα της κατάθλιψης∙ στις 14 Απριλίου 1930, στη Μόσχα, ο 37χρονος Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι αφαιρεί τη ζωή του με μια σφαίρα∙ στις 18 Ιουνίου 1935, στο Παρίσι, αυτοκτονεί ο 35χρονος σουρρεαλιστής Ρενέ Κρεβέλ, ανοίγοντας το υγραέριο της κουζίνας του σπιτιού του.

Κυριακή 1 Ιουλίου 2018

Barcarolle



Sur le petit bateau-mouche,
Les bourgeois sont entassés,
Avec les enfants qu’on mouche,
Qu’on ne mouche pas assez.

Combien qu’autour d’eux la Seine
Regorge de chiens crevés,
Ils jugent la brise saine
Dans les Billancourts rêvés.

Et mesdames leurs épouses,
Plus laides que des empouses,
Affirment qu’il fait grand chaud

Et s’épaulent sans entraves
À des Japonais — très graves
Dans leurs complets de Godchau.


Laurent Tailhade (1854-1919), “Barcarolle”, Au pays du Mufle,
Paris, Chez Léon Vanier, éditeur, 1891.


ΒΑΡΚΑΡΟΛΑ (απόδοση: Κ. Γ. Καρυωτάκης, Ελεγεία και Σάτιρες, 1927)

Κυριακή. Σ’ ένα βαπόρι
στριμωχτήκαν μπουρζουάδες.
Ξεφωνίζει κάθε αγόρι,
ξεμυξίζουν οι μαμάδες.

Τα σκυλιά δε λογιαράζουν
ο Σηκουάνας πόχει πνίξει,
δε φοβούνται, διασκεδάζουν
την ευγενική τους πλήξη.

«Ω, τι ζέστη, Θεέ μου, βράζει!»
βεβαιώνουν οι κυρίες,
κι επιπόλαιες και γελοίες,

ξεκουμπώνοντας με νάζι
τα χυδαία ντεκολτέ τους,
διευκολύνουν τους εμέτους.

Δευτέρα 18 Ιουνίου 2018

Σταδιοδρομία



René Magritte, Le Tombeau des lutteurs, 1960.


Tη σάρκα, το αίμα θα βάλω
σε σχήμα βιβλίου μεγάλο.

«Oι στίχοι παρέχουν ελπίδες»
θα γράψουν οι εφημερίδες.

«Kλεαρέτη Δίπλα-Mαλάμου»1
και δίπλα σ' αυτό τ' όνομά μου.

Tην ψυχή και το σώμα πάλι
στη δουλειά θα δίνω, στην πάλη.

Aλλά, με τη δύση του ηλίου,
θα πηγαίνω στου Bασιλείου.2

Eκεί θα βρίσκω όλους τους άλλους
λογίους και τους διδασκάλους.

Tα λόγια μου θα 'χουν ουσία,
η σιωπή μου μια σημασία.

Θηρεύοντας πράγματα αιώνια,
θ' αφήσω να φύγουν τα χρόνια.

Θα φύγουν, και θα 'ναι η καρδιά μου
σα ρόδο που επάτησα χάμου.


Κ. Γ. Καρυωτάκης, «Σταδιοδρομία», Σάτιρες, 1927.

1. Kλεαρέτη Δίπλα-Mαλάμου: ποιήτρια και πεζογράφος (Πρέβεζα 1897-1977).
2. Βασιλείου: εκδοτικός οίκος και βιβλιοπωλείο στην οδό Σταδίου.

Κυριακή 20 Μαΐου 2018

Η περιπέτεια


Δημήτρης Παπαδίτσας (1922-1987)

VII.
                                            Στον Μανόλη Αναγνωστάκη

Το ν’ ακούει κανείς το πρωί τη βιασύνη των πουλιών
Το να ψάχνει στα μάτια των άλλων να βρει λίγα τοπία
Το να αισθάνεσαι αλλιώτικος μετά από γλέντι όταν μένεις μόνος
Και παίζεις με την έχτρα και τη φιλία του εαυτού σου
Αυτό σημαίνει κίνδυνο
Σημαίνει αναγωγή της λύπης στη μονάδα

Έτσι λοιπόν ξανά σε θυμήθηκα
Ταίριαξα τη γραμμή του ώμου σου με την πιο χαρούμενη μέρα μου
Τα μάτια σου δε μ’ άφηναν να ησυχάσω
Κι από πού δε μου έρχονταν
Απ’ τη βροχή
Απ’ τ’ αμπέλια
Από τα κουρασμένα χέρια της χωριάτισσας
Κι από μένα τον ίδιο

Σε θυμόμουν και σε είχα στη μνήμη μου
Όπως ένα κομμάτι ζάχαρη στο νερό.


Δημήτρης Παπαδίτσας, Η περιπέτεια, VII, 1953.

Κυριακή 29 Απριλίου 2018

Διερώτηση



Ποτέ στ' αλήθεια δεν το 'μαθα
          τι είναι τα ποιήματα
Είναι πληγώματα
          είν' ομοιώματα
                     φενάκη
                               φρεναπάτη;
Φρενάρισμα ίσως;
            ταραχώδη κύματα;
                        τι είναι τα ποιήματα;
Είν' εκδορές απλά γδαρσίματα;
          είναι σκαψίματα;
Είναι ιώδιο; είναι φάρμακα;
          είναι γάζες επίδεσμοι
                      παρηγόρια ή διαλείμματα;
Πολλοί τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα.
            Εγώ τα λέω ενθύμια φρίκης.

Νίκος Καρούζος (1926-1990), «Διερώτηση για να μην κάθομαι άνεργος»,
Δυνατότητες και χρήση της ομιλίας, εκδόσεις Εγνατία, 1979.