(Τόσο πολύ τα σώματα κουράστηκαν,
που ελύγισαν, εκόπηκαν στα
δύο.)
Κι έφυγαν οι ψυχές,
πατούνε μόνες των,
αργά, τη χλόη σαν ανοιχτό
βιβλίο.
(Τα σώματα κυλούν χάμου,
συσπείρονται
στρεβλωμένα.) Και
φαίνονται στο βάθος,
τριαντάφυλλα κρατώντας, να
πηγαίνουνε
με τ’ όνειρο οι ψυχές και με
το πάθος.
(Χώμα στο χώμα γίνονται τα
σώματα.)
Μα κείθε απ’ τον ορίζοντα,
σαν ήλιοι
δύουν οι ψυχές, τον ουρανό
που φόρεσαν,
ή σαν απλά χαμόγελα σε
χείλη.
Κ. Γ. Καρυωτάκης, «Ηλύσια»*, Ελεγεία: δεύτερη σειρά, 1927.
* Ηλύσια (Πεδία): ο επίγειος παράδεισος
των αρχαίων, στη δυτική εσχατιά της γης, όπου οι ψυχές των ηρώων ζούσαν αθάνατη
ζωή χωρίς λύπες και πόνους.
[Μνήμη Γιώργου Κοτανίδη]